pattern

Βιβλίο Solutions - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 1 - 1C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 - 1Γ στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Upper-Intermediate, όπως "παρενοχλεί", "ανόητος", "ρυθμιστής" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Upper-Intermediate
media

the ways through which people receive information such as newspapers, television, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "media"
celebrity

someone who is known by a lot of people, especially in entertainment business

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "celebrity"
free press

media that is not under government or private control and is able to report news and express opinions freely without censorship or fear of retaliation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "free press"
investigation

an attempt to gather the facts of a matter such as a crime, incident, etc. to find out the truth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "investigation"
journalism

the product that is the result of a journalist's work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "journalism"
journalist

someone who prepares news to be broadcast or writes for newspapers, magazines, or news websites

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "journalist"
paparazzi

freelance photographers who aggressively pursue and take pictures of celebrities, often in invasive or intrusive ways

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paparazzi"
press

newspapers, journalists, and magazines as a whole

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "press"
regulator

official in charge of overseeing and monitoring a specific area or activity in the public interest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "regulator"
privacy

a state in which other people cannot watch or interrupt a person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "privacy"
law

a country's rules that all of its citizens are required to obey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "law"
publicity

actions or information that are meant to gain the support or attention of the public

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "publicity"
scandal

the spread of disgraceful rumors or information about the private lives of individuals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scandal"
tabloid

a newspaper with smaller pages and many pictures, covering stories about famous people and not much serious news

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tabloid"
in the public eye

used to describe someone or something that attracts a great deal of public attention

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in the public eye"
in the public interest

used to describe actions or decisions that are made with the intention of benefiting the general public or society as a whole, rather than individual or private interests

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in the public interest"
to harass

to subject someone to aggressive pressure or intimidation, often causing distress or discomfort

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to harass"
to invade

to enter a territory using armed forces in order to occupy or take control of it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invade"
to stalk

to follow, watch, or pursue someone persistently and often secretly, causing them fear or discomfort

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stalk"
to sue

to bring a charge against an individual or organization in a law court

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sue"
libel

a published false statement that damages a person's reputation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "libel"
arrogant

showing a proud, unpleasant attitude toward others and having an exaggerated sense of self-importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arrogant"
self-assured

confident in one's abilities or qualities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-assured"
calculating

(of a person) using clever planning and strategies to achieve their goals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calculating"
courageous

expressing no fear when faced with danger or difficulty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "courageous"
foolhardy

behaving in a way that is unnecessarily risky or very stupid

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foolhardy"
pushy

trying hard to achieve something in a rude way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pushy"
enthusiastic

having or showing intense excitement, eagerness, or passion for something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enthusiastic"
reserved

reluctant to share feelings or problems

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reserved"
antisocial

lacking interest or concern for others and avoiding social interactions or activities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antisocial"
thrifty

using resources carefully and efficiently, often in order to save or avoid waste

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thrifty"
shrewd

having or showing good judgement, especially in business or politics

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shrewd"
stingy

unwilling to spend or give away money or resources

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stingy"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek