pattern

Βιβλίο Solutions - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 2 - 2F

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - 2ΣΤ στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Upper-Intermediate, όπως "πρόληψη", "αποτροπή", "κατάδικος" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Upper-Intermediate
crime

an unlawful act that is punishable by the legal system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crime"
to combat

to fight or contend against someone or something, often in a physical or armed conflict

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to combat"
rate

the number of times something changes or happens during a specific period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rate"
wave

a sudden and often temporary increase or occurrence of something, often characterized by a distinctive movement or pattern

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wave"
violent

using or involving physical force that is intended to damage, harm, or kill

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "violent"
to cut

to decrease or reduce the amount or quantity of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut"
prevention

any action taken to avoid or reduce the risk of a negative outcome

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prevention"
recorded

used to describe something, typically a financial instrument like securities, that has been documented and registered with an official authority, such as a government agency or financial institution

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recorded"
to commit

to do a particular thing that is unlawful or wrong

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to commit"
to deter

to stop something from happening

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deter"
petty

having little significance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petty"
to arrest

(of law enforcement agencies) to take a person away because they believe that they have done something illegal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to arrest"
authority

the right or power to give orders to people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "authority"
to convict

to announce officially that someone is guilty of a crime in a court of law

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to convict"
court

the group of people in a court including the judge and the jury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "court"
drug dealer

an individual who sells illegal drugs such as narcotics, opioids, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drug dealer"
judge

the official in charge of a court who decides on legal matters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "judge"
operation

an organized activity involving multiple people doing various things to achieve a common goal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "operation"
prosecutor

a legal official who represents the state in criminal proceedings and brings charges against individuals or organizations suspected of breaking the law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prosecutor"
to raid

(of police) to unexpectedly visit a person or place to arrest suspects or find illegal goods

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to raid"
to sentence

to officially state the punishment of someone found guilty in a court of law

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sentence"
to sum up

to briefly state the most important parts or facts of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sum up"
suspicion

a feeling of doubt or mistrust towards someone or something, often without concrete evidence or proof

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suspicion"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek