pattern

Βιβλίο Solutions - Άνω του μεσαίου - Εισαγωγή - ΙΑ - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Introduction - IA - Part 2 στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Upper-Intermediate, όπως "τεμπέλης", "προτιμώ", "λυπημένος" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Upper-Intermediate
hopefully

used for expressing that one hopes something will happen

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hopefully"
laziness

the state of being inactive or doing nothing considered to be a sin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "laziness"
to laze

to relax and enjoy oneself in a leisurely way, often by lying around and doing nothing productive

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to laze"
lazy

avoiding work or activity and preferring to do as little as possible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lazy"
lazily

in a relaxed and unhurried way, often without much energy or enthusiasm

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lazily"
beauty

the quality of being attractive or pleasing, particularly to the eye

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beauty"
to beautify

to make something more beautiful or attractive, typically by adding decoration or enhancing its appearance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to beautify"
beautiful

extremely pleasing to the mind or senses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beautiful"
beautifully

in a highly attractive manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beautifully"
creation

the act of starting something for the first time; introducing something new

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "creation"
to create

to bring something into existence or make something happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to create"
creative

making use of imagination or innovation in bringing something into existence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "creative"
creatively

in a way that shows imagination, innovation, or originality

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "creatively"
pleasure

a feeling of great enjoyment and happiness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pleasure"
pleasant

bringing enjoyment and happiness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pleasant"
pleasantly

in a manner that is enjoyable or satisfying

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pleasantly"
sadness

the feeling of being sad and not happy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sadness"
to sadden

to make someone feel unhappy or disappointed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sadden"
sad

emotionally feeling bad

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sad"
sadly

in a sorrowful or regretful manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sadly"
to surprise

to make someone feel mildly shocked

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surprise"
surprisingly

in a way that is unexpected and causes amazement

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surprisingly"
to annoy

to make a person feel a little angry

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to annoy"
annoying

causing slight anger

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annoying"
annoyingly

in a manner that causes irritation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annoyingly"
to continue

to not stop something, such as a task or activity, and keep doing it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to continue"
to forget

to not be able to remember something or someone from the past

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to forget"
to go on

to continue without stopping

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go on"
to like

to feel that someone or something is good, enjoyable, or interesting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to like"
to prefer

to want or choose one person or thing instead of another because of liking them more

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prefer"
to remember

to bring a type of information from the past to our mind again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remember"
to start

to begin something new and continue doing it, feeling it, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to start"
to stop

to not move anymore

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stop"
to try

to make an effort or attempt to do or have something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to try"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek