pattern

Βιβλίο Four Corners 1 - Ενότητα 3 Μάθημα Γ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 Μάθημα Γ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 1, όπως «μπλούζα», «αγαπημένο», «μωβ» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 1
clothing

the items that we wear, particularly a specific type of items

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clothing"
clothes

the things we wear to cover our body, such as pants, shirts, and jackets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clothes"
color

a quality such as red, green, blue, yellow, etc. that we see when we look at something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "color"
dress

a piece of clothing worn by girls and women that is made in one piece and covers the body down to the legs but has no separate part for each leg

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dress"
blouse

a shirt for women, typically with a collar, buttons and sleeves

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blouse"
skirt

a piece of clothing for girls or women that fastens around the waist and hangs down around the legs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skirt"
sweater

a piece of clothing worn on the top part of our body that is made of cotton or wool, has long sleeves and a closed front

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweater"
belt

a long and narrow item that you usually wear around your waist to hold your clothes in place or to decorate your outfit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "belt"
sweatshirt

a loose long-sleeved warm item of clothing worn casually or for exercising on the top part of our body, usually made of cotton

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweatshirt"
jeans

pants made of denim, that is a type of strong cotton cloth, and is used for a casual style

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jeans"
scarf

a piece of cloth, worn around the neck or head, especially to keep warm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scarf"
tie

a long and narrow piece of fabric tied around the collar, particularly worn by men

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tie"
hat

a piece of clothing often with a brim that we wear on our heads, for warmth, as a fashion item or as part of a uniform

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hat"
shirt

a piece of clothing usually worn by men on the upper half of the body, typically with a collar and sleeves, and with buttons down the front

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shirt"
suit

a jacket with a pair of pants or a skirt that are made from the same cloth and should be worn together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suit"
jacket

a short item of clothing that we wear on the top part of our body, usually has sleeves and something in the front so we could close it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jacket"
shorts

short pants that end either above or at the knees

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shorts"
pants

an item of clothing that covers the lower half of our body, from our waist to our ankles, and covers each leg separately

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pants"
T-shirt

a casual short-sleeved shirt with no collar, usually made of cotton

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "T-shirt"
sock

a soft item of clothing we wear on our feet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sock"
coat

a piece of clothing with long sleeves, worn outdoors and over other clothes to keep warm or dry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coat"
shoe

something that we wear to cover and protect our feet, generally made of strong materials like leather or plastic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoe"
boot

a type of strong shoe that covers the foot and ankle and often the lower part of the leg

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boot"
red

having the color of tomatoes or blood

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "red"
pink

having the color of strawberry ice cream

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pink"
orange

having the color of carrots or pumpkins

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "orange"
yellow

having the color of lemons or the sun

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yellow"
green

having the color of fresh grass or most plant leaves

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "green"
blue

having the color of the ocean or clear sky at daytime

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blue"
purple

having the color of most ripe eggplants

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "purple"
black

having the color that is the darkest, like most crows

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "black"
brown

having the color of chocolate ice cream

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brown"
white

having the color that is the lightest, like snow

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white"
gray

having a color between white and black, like most koalas or dolphins

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gray"
mine

used for referring to something that belongs to or is related to the person who is speaking

[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mine"
yours

used for referring to something that belongs to or is related to the person who is being spoken to

[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yours"
his

(third-person singular possessive determiner) of or belonging to a man or boy who has already been mentioned or is easy to identify

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "his"
hers

used for referring to something that belongs to or is related to a female person or animal that has already been mentioned or is known

[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hers"
ours

used for referring to something that belongs to or is related to a group of people that includes the speaker

[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ours"
theirs

used for referring to something that belongs to or is related to a group of people who are not the speaker or the listener

[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "theirs"
whose

used in questions to ask who an item belongs to

[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whose"
favorite

liked or preferred the most among the rest that are from the same category

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "favorite"
clothing

the items that we wear, particularly a specific type of items

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clothing"
remote control

a small device that lets you control electrical or electronic devices like TVs from a distance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "remote control"
market

a public place where people buy and sell groceries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "market"
street

a public path for vehicles in a village, town, or city, usually with buildings, houses, etc. on its sides

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "street"
little

below average in size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "little"
umbrella

an object with a circular folding frame covered in cloth, used as protection against rain or sun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "umbrella"
painting

a picture created by paint

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painting"
backpack

a bag designed for carrying on the back, usually used by those who go hiking or climbing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "backpack"
photograph

a special kind of picture that is made using a camera in order to make memories, create art, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "photograph"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek