pattern

Βιβλίο Four Corners 1 - Ενότητα 4 Μάθημα Γ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 Μάθημα Γ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 1, όπως "ειδήσεις", "ρουτίνα", "Τετάρτη" ​​κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 1
day

a period of time that is made up of twenty-four hours

ημέρα, μέρα

ημέρα, μέρα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "day"
week

a period of time that is made up of seven days in a calendar

εβδομάδα, βδομάδα

εβδομάδα, βδομάδα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "week"
weekday

any day of the week other than Saturday and Sunday

καθημερινές, εργάσιμες ημέρες

καθημερινές, εργάσιμες ημέρες

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weekday"
weekend

the days of the week, usually Saturday and Sunday, when people do not have to go to work or school

Σαββατοκύριακο, εκδρομή

Σαββατοκύριακο, εκδρομή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weekend"
Monday

‌the day that comes after Sunday

Δευτέρα, Εβδομάδα

Δευτέρα, Εβδομάδα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Monday"
Tuesday

‌the day that comes after Monday

Τρίτη, Τρίτη ημέρα

Τρίτη, Τρίτη ημέρα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Tuesday"
Wednesday

‌the day that comes after Tuesday

Τετάρτη, Τετάρτης

Τετάρτη, Τετάρτης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Wednesday"
Thursday

‌the day that comes after Wednesday

Πέμπτη, ημέρα Πέμπτη

Πέμπτη, ημέρα Πέμπτη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Thursday"
Friday

‌the day that comes after Thursday

Παρασκευή, Ημέρα Παρασκευής

Παρασκευή, Ημέρα Παρασκευής

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Friday"
Saturday

‌the day that comes after Friday

Σάββατο, Σαββάτο

Σάββατο, Σαββάτο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Saturday"
Sunday

‌the day that comes after Saturday

Κυριακή, Ημέρα Κυρίου

Κυριακή, Ημέρα Κυρίου

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Sunday"
to get up

to wake up and get out of bed

Ξυπνάω, Σηκώνομαι

Ξυπνάω, Σηκώνομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get up"
to drink

to put water, coffee, or other type of liquid inside of our body through our mouth

πίνω, καταναλώνω

πίνω, καταναλώνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drink"
coffee

a drink made by mixing hot water with crushed coffee beans, which is usually brown

καφές, καφεΐνη

καφές, καφεΐνη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coffee"
to eat

to put food into the mouth, then chew and swallow it

τρώγω, φαγώ

τρώγω, φαγώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eat"
breakfast

the first meal we have in the early hours of the day

πρωινό, καθυστέρηση

πρωινό, καθυστέρηση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breakfast"
to read

to look at written or printed words or symbols and understand their meaning

διαβάζω, μελετώ

διαβάζω, μελετώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to read"
news

reports on recent events that are broadcast or published

ειδήσεις, νέα

ειδήσεις, νέα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "news"
to go

to move over a particular distance

πηγαίνω, κινώ

πηγαίνω, κινώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
school

a place where children learn things from teachers

σχολείο, διδακτήριο

σχολείο, διδακτήριο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "school"
to exercise

to do physical activities or sports to stay healthy and become stronger

ασκούμαι, γυμνάζομαι

ασκούμαι, γυμνάζομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exercise"
to cook

to make food with heat

μαγειρεύω, κουρεύω

μαγειρεύω, κουρεύω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cook"
dinner

the main meal of the day that we usually eat in the evening

βραδινό, δείπνο

βραδινό, δείπνο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dinner"
study

a deliberate and focused effort to gain knowledge or understanding about a specific topic

μελέτη, σπουδή

μελέτη, σπουδή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "study"
to watch

to look at a thing or person and pay attention to it for some time

παρατηρώ, βλέπω

παρατηρώ, βλέπω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to watch"
bed

furniture we use to sleep on that normally has a frame and mattress

κρεβάτι, κλίνη

κρεβάτι, κλίνη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bed"
on

used to show a day or date

σε, πάνω σε

σε, πάνω σε

Google Translate
[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on"
afternoon

the time of day that is between twelve o'clock and the time that the sun starts to set

απόγευμα, μεσημέρι

απόγευμα, μεσημέρι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "afternoon"
in

used before a specific period of time to show when or at what time something happens or how long it takes for it to happen

σε, μέσα σε

σε, μέσα σε

Google Translate
[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in"
at

expressing the exact time when something happens

στις, ακριβώς στις

στις, ακριβώς στις

Google Translate
[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at"
before

at an earlier point in time

πριν, προτού

πριν, προτού

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "before"
after

at a later time

μετά, ύστερα

μετά, ύστερα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "after"
midnight

the middle of the night when the clock shows 12 AM

μεσάνυχτα, τα μεσάνυχτα

μεσάνυχτα, τα μεσάνυχτα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "midnight"
everyday

taking place each day

καθημερινός, καθημερινή

καθημερινός, καθημερινή

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "everyday"
my

(first-person singular possessive determiner) of or belonging to the speaker or writer

μου, δικός μου

μου, δικός μου

Google Translate
[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "my"
routine

a set of actions or behaviors that someone does regularly or habitually

ρουτίνα, συνήθεια

ρουτίνα, συνήθεια

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "routine"
television

an electronic device with a screen that receives television signals, on which we can watch programs

τηλεόραση, τηλεόραση (τηλεόρασις)

τηλεόραση, τηλεόραση (τηλεόρασις)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "television"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek