pattern

Βιβλίο Four Corners 1 - Ενότητα 6 μάθημα Γ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 Μάθημα Γ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 1, όπως «ικανότητα», «ζωγράφιση», «κιθάρα» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 1
can

to be able to do somehing, make something, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "can"
to sing

to use our voice in order to produce musical sounds in the form of a tune or song

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sing"
ability

the fact that one is able or possesses the necessary skills or means to do something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ability"
to dance

to move the body to music in a special way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dance"
to draw

to make a picture of something using a pencil, pen, etc. without coloring it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to draw"
to fix

to repair something that is broken

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fix"
computer

an electronic device that stores and processes data

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "computer"
painting

a picture created by paint

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painting"
to play

to perform music on a musical instrument

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play"
guitar

a musical instrument, usually with six strings, that we play by pulling the strings with our fingers or with a plectrum

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guitar"
to speak

to use one's voice to express a particular feeling or thought

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to speak"
French

relating to the country, people, culture, or language of France

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "French"
to swim

to move through water by moving parts of the body, typically arms and legs

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swim"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek