pattern

Βιβλίο Four Corners 1 - Ενότητα 4 Μάθημα Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 Μάθημα Α στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 1, όπως "καθημερινό", "βόλτα", "μετρό" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 1
daily

in a way that happens every day or once a day

καθημερινά, Ημερησίως

καθημερινά, Ημερησίως

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "daily"
life

the state of existing as a person who is alive

ζωή, βίος

ζωή, βίος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "life"
to drive

to control the movement and the speed of a car, bus, truck, etc. when it is moving

οδηγώ, διευθύνω

οδηγώ, διευθύνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drive"
car

a road vehicle that has four wheels, an engine, and a small number of seats for people

αυτοκίνητο, όχημα

αυτοκίνητο, όχημα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "car"
to ride

to sit on open-spaced vehicles like motorcycles or bicycles and be in control of their movements

καβαλάω, οδηγώ

καβαλάω, οδηγώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ride"
bicycle

a vehicle with two wheels that we ride by pushing its pedals with our feet

ποδήλατο, διποδη

ποδήλατο, διποδη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bicycle"
bike

a vehicle that has two wheels and moves when we push its pedals with our feet

ποδήλατο, μηχανάκι

ποδήλατο, μηχανάκι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bike"
motorcycle

a vehicle with two wheels, powered by an engine

μηχανή, μοτοσικλέτα

μηχανή, μοτοσικλέτα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motorcycle"
to take

to use a particular route or means of transport in order to go somewhere

παίρνω, χρησιμοποιώ

παίρνω, χρησιμοποιώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take"
taxi

a car that has a driver whom we pay to take us to different places

ταξί, φορέας

ταξί, φορέας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "taxi"
cab

a vehicle, typically with a driver for hire, used to transport passengers to their destinations in exchange for an amount of money

ταξί, κίτρινο αυτοκίνητο

ταξί, κίτρινο αυτοκίνητο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cab"
bus

a large vehicle that carries many passengers by road

λεωφορείο, μπάς

λεωφορείο, μπάς

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bus"
subway

an underground railroad system, typically in a big city

μετρό, υπόγειος σιδηρόδρομος

μετρό, υπόγειος σιδηρόδρομος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subway"
train

a series of connected carriages that travel on a railroad, often pulled by a locomotive

τρένο, σιδηρόδρομος

τρένο, σιδηρόδρομος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "train"
to walk

to move forward at a regular speed by placing our feet in front of each other one by one

περπατώ, βαδίζω

περπατώ, βαδίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to walk"
to work

to do certain physical or mental activities in order to achieve a result or as a part of our job

δουλεύω, εργάζομαι

δουλεύω, εργάζομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to work"
school

a place where children learn things from teachers

σχολείο, διδακτήριο

σχολείο, διδακτήριο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "school"
to have

to hold or own something

έχω, κατέχω

έχω, κατέχω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to have"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek