pattern

Βιβλίο Four Corners 1 - Ενότητα 8 Μάθημα Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 8 Μάθημα Δ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 1, όπως "φυτό", "κάστρο", "απόδραση" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 1
excellent

very good in quality or other traits

εξαιρετικός, άριστος

εξαιρετικός, άριστος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excellent"
experiment

a test done to prove the truthfulness of a hypothesis

πείραμα, πειραματισμός

πείραμα, πειραματισμός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "experiment"
plant

a living thing that grows in ground or water, usually has leaves, stems, flowers, etc.

φυτό, φυτόν

φυτό, φυτόν

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plant"
escape room

a physical adventure game in which players solve puzzles and riddles to escape from a themed room within a set time limit

δωμάτιο διαφυγής, δωμάτιο απόδρασης

δωμάτιο διαφυγής, δωμάτιο απόδρασης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "escape room"
to imagine

to make or have an image of something in our mind

φαντάζομαι, εικόνα

φαντάζομαι, εικόνα

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to imagine"
other

being the one that is different, extra, or not included

άλλος, έτερος

άλλος, έτερος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "other"
old

of a particular age

παλιός, ηλικιωμένος

παλιός, ηλικιωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "old"
library

a place in which collections of books and sometimes newspapers, movies, music, etc. are kept for people to read or borrow

βιβλιοθήκη, αναγνωστήριο

βιβλιοθήκη, αναγνωστήριο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "library"
castle

a large and strong building that is protected against attacks, in which the royal family lives

κάστρο, παλάτι

κάστρο, παλάτι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "castle"
closed

(of business, public building, etc.) not open for people to buy something from or visit, often temporarily

κλειστός, κλειστή

κλειστός, κλειστή

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "closed"
to leave

to go away from somewhere

φεύγω, αφήνω

φεύγω, αφήνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leave"
to escape

to get away from captivity

διαφεύγω, ξεφεύγω

διαφεύγω, ξεφεύγω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to escape"
to dream

to experience something in our mind while we are asleep

ονειρεύομαι, οραματίζομαι

ονειρεύομαι, οραματίζομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dream"
thousand

the number 1 followed by 3 zeros

χίλια, 1.000

χίλια, 1.000

Google Translate
[αριθμητικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thousand"
world

the planet earth, where we all live

κόσμος, γη

κόσμος, γη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "world"
to win

to become the most successful, the luckiest, or the best in a game, race, fight, etc.

κερδίζω, νικώ

κερδίζω, νικώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to win"
to puzzle

to confuse someone, often by presenting something mysterious or difficult to understand

μπερδεύω, ζαλισμένο

μπερδεύω, ζαλισμένο

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to puzzle"
to share

to possess or use something with someone else at the same time

μοιράζομαι, κοινώνω

μοιράζομαι, κοινώνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to share"
information

facts or knowledge related to a thing or person

πληροφορίες, γνώσεις

πληροφορίες, γνώσεις

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "information"
through

used to indicate movement or passage from one side or end to the other

μέσα από, διαμέσου

μέσα από, διαμέσου

Google Translate
[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "through"
even

used to emphasize a contrast

ακόμη, έστω

ακόμη, έστω

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "even"
less

to a smaller amount, extent, etc. in comparison to a previous state or another thing or person

λιγότερο, μειωμένα

λιγότερο, μειωμένα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "less"
more

used to refer to a number, amount, or degree that is bigger or larger

περισσότερο, πιο πολύ

περισσότερο, πιο πολύ

Google Translate
[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "more"
difficult

needing a lot of work or skill to do, understand, or deal with

δύσκολος, ποιητικός

δύσκολος, ποιητικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "difficult"
hardly ever

in a manner that almost does not occur or happen

σχεδόν ποτέ, σπάνια

σχεδόν ποτέ, σπάνια

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hardly ever"
center

the middle part or point of an area or object

κέντρο (kentro), μέσο (meso)

κέντρο (kentro), μέσο (meso)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "center"
teens

the period of one's life between the age of 13 and 19

έφηβοι, έφηβη ηλικία

έφηβοι, έφηβη ηλικία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "teens"
adult

a fully grown man or woman

ενήλικας, ενήλικη

ενήλικας, ενήλικη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adult"
free time

a period when no work or essential tasks need to be done, allowing for activities of personal choice

ελεύθερος χρόνος, χήρα χρόνος

ελεύθερος χρόνος, χήρα χρόνος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "free time"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek