pattern

Βιβλίο Four Corners 1 - Ενότητα 9 Μάθημα Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 Μάθημα Α στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 1, όπως «κρατάω», «πίσω», «στάσου» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 1
to start

to begin something new and continue doing it, feeling it, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to start"
to hold

to have in your hands or arms

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hold"
to look for

to expect or hope for something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look for"
wave

a raised body of water that moves along the surface of a sea, river, lake, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wave"
to sit

to put our bottom on something like a chair or the ground while keeping our back straight

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sit"
to stand

to be upright on one's feet

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stand"
to run

to move using our legs, faster than we usually walk, in a way that both feet are never on the ground at the same time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run"
to end

to bring something to a conclusion or stop it from continuing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to end"
behind

toward or at the back of something or someone

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "behind"
in

into or inside of a place, object, or area

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in"
in front of

in a position at the front part of someone or something else or further forward than someone or something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in front of"
on

used to show that an object is physically in contact with or attached to a surface or object

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on"
under

in or to a position that is below something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "under"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek