pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 3

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
perspective

a specific manner of considering something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perspective"
perspicacious

quick to understand and judge people, things, and situations accurately

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perspicacious"
perspicacity

the skill to understand and handle complex situations with clear understanding and cleverness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perspicacity"
perspicuous

(of speaking or writing) explained clearly without any confusions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perspicuous"
to divulge

to reveal information that was kept secret to someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to divulge"
divulgence

the action of revealing secret information to others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "divulgence"
to introspect

to thoroughly examine one's own thoughts, feelings, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to introspect"
introvert

(psychology) a person who is preoccupied with their own thoughts and feelings rather than the external world

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "introvert"
intrinsic

belonging to something or someone's character and nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intrinsic"
valid

(of an argument, idea, etc.) having a strong logical foundation or reasoning

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "valid"
to validate

to confirm or prove the the accuracy, authencity, or effectiveness of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to validate"
to ameliorate

to make something, particularly something unpleasant or unsatisfactory, better or more bearable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ameliorate"
amelioration

the improvement of a bad situation or condition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amelioration"
to disengage

to separate one thing from another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disengage"
to disentangle

to carefully free something from knots or twists

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disentangle"
disfavor

a feeling of not liking or rejecting someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disfavor"
to disfigure

to seriously damage the way something looks, especially a person's body or face

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disfigure"
pragmatic

based on reasonable and practical considerations rather than theory

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pragmatic"
pragmatist

someone who follows a practical approach to problem-solving and is primarily concerned with the effectiveness and outcomes of their actions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pragmatist"
pragmatism

a practical attitude that prioritizes real-world effectiveness over theoretical considerations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pragmatism"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek