pattern

Βιβλίο Insight - Ενδιάμεσο - Ενότητα 1 - 1Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 - 1Δ στο βιβλίο μαθημάτων Insight Intermediate, όπως "designer", "chic", "secondhand" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Intermediate
stylish

(of a person) attractive and with a good taste in fashion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stylish"
innovative

(of ideas, products, etc.) creative, original, and unlike anything else that exists

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "innovative"
original

existing at the start of a specific period or process

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "original"
retro

fashion trends, music, decor, clothing, or styles from past decades, or inspired by them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retro"
designer

a person who designs clothes as a job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "designer"
chic

having an appealing appearance that is stylish

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chic"
secondhand

previously owned or used by someone else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "secondhand"
to need

to want something or someone that we must have if we want to do or be something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to need"
to imagine

to make or have an image of something in our mind

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to imagine"
to dress

to put clothes on oneself

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dress"
to expect

to think or believe that it is possible for something to happen or for someone to do something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expect"
to pay

to give someone money in exchange for goods or services

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pay"
rent

the money that is regularly paid to use an apartment, room, etc. owned by another person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rent"
vintage

(of things) old but highly valued for the quality, excellent condition, or timeless and attractive design

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vintage"
to enjoy

to take pleasure or find happiness in something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enjoy"
to avoid

to intentionally stay away from or refuse contact with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to avoid"
bermudas

a type of casual shorts that typically reach up to the middle of the knee or slightly above it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bermudas"
camisole

a type of sleeveless women's undergarment worn as a top, usually made of thin material like silk or cotton

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "camisole"
cardigan

a type of jacket that is made of wool, usually has a knitted design, and its front could be closed with buttons or a zipper

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cardigan"
combat trousers

a type of trousers with many pockets and a military design

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "combat trousers"
fleece

the coat of wool that covers the body of an animal such as a sheep, goat, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fleece"
hoodie

a piece of clothing such as a sweatshirt or jacket that has a cover for the head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hoodie"
leggings

stretchy pants that fit the legs closely, usually worn by women

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leggings"
maxi dress

a long, flowing dress that typically extends to the ankles or floor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maxi dress"
skirt

a piece of clothing for girls or women that fastens around the waist and hangs down around the legs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skirt"
polo shirt

a casual short-sleeved shirt with a few buttons under its collar, usually made of cotton

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polo shirt"
vest

a sleeveless piece of clothing that is worn under a jacket and over a shirt

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vest"
tracksuit

a loose and warm pair of pants and matching jacket worn casually or for doing exercise

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tracksuit"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek