pattern

Βιβλίο Insight - Ενδιάμεσο - Μονάδα 7 - 7Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - 7Α στο βιβλίο μαθημάτων Insight Intermediate, όπως "διακρίνω", "εντελώς", "αποκρουστικό" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Intermediate
to detect

to notice or discover something that is difficult to find

ανιχνεύω, εντοπίζω

ανιχνεύω, εντοπίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to detect"
to view

to carefully look at something

παρατηρώ, θεωρώ

παρατηρώ, θεωρώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to view"
to notice

to pay attention and become aware of a particular thing or person

παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι

παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to notice"
to realize

to have a sudden or complete understanding of a fact or situation

κατανοώ, συνειδητοποιώ

κατανοώ, συνειδητοποιώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to realize"
to distinguish

to recognize and mentally separate two things, people, etc.

διακρίνω, ξεχωρίζω

διακρίνω, ξεχωρίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to distinguish"
to differentiate

to recognize the difference present between two people or things

διακρίνω, διαφοροποιώ

διακρίνω, διαφοροποιώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to differentiate"
to consider

to think about something carefully before making a decision or forming an opinion

εξετάζω, σκεφτόμαι

εξετάζω, σκεφτόμαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to consider"
fairly

more than average, but not too much

μάλλον, αρκετά

μάλλον, αρκετά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fairly"
tasteless

lacking flavor or an interesting taste

άγευστος, χωρίς γεύση

άγευστος, χωρίς γεύση

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tasteless"
somewhat

to a moderate degree or extent

κάπως, λίγο πολύ

κάπως, λίγο πολύ

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "somewhat"
utterly

(used for emphasis) to the fullest degree or extent

εντελώς, απόλυτα

εντελώς, απόλυτα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "utterly"
repulsive

causing a strong feeling of disgust or dislike

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "repulsive"
universally

in a way that is appropriate or accepted everywhere, by everyone, or in all cases

Καθολικά, Παγκοσμίως

Καθολικά, Παγκοσμίως

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "universally"
to accept

to say yes to what is asked of you or offered to you

δέχομαι, αποδέχομαι

δέχομαι, αποδέχομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accept"
possible

able to exist, happen, or be done

πιθανός, εφικτός

πιθανός, εφικτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "possible"
extreme

very high in intensity or degree

ακραίος, υπερβολικός

ακραίος, υπερβολικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extreme"
unpleasant

not liked or enjoyed

δυσάρεστος, ανεπιθύμητος

δυσάρεστος, ανεπιθύμητος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unpleasant"
certain

feeling completely sure about something and showing that you believe it

σίγουρος, βεβαίος

σίγουρος, βεβαίος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "certain"
texture

the way that a certain type of food feels in one's mouth, whether it is hard, smooth, etc.

υφή, κείμενος

υφή, κείμενος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "texture"
lumpy

having small, sticky lumps or irregularities in texture

σβωλτωτός, ανώμαλος

σβωλτωτός, ανώμαλος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lumpy"
juicy

(of food) having a lot of liquid and tasting fresh or flavorful

ζουμερός, χορταστικός

ζουμερός, χορταστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "juicy"
chewy

(of food) requiring to be chewed a lot in order to be swallowed easily

μασητικός, χοντρός

μασητικός, χοντρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chewy"
crunchy

firm and making a crisp sound when pressed, stepped on, or chewed

τραγανός, κρίσιμος

τραγανός, κρίσιμος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crunchy"
oily

(of food) containing a lot of oil

λιπαρός, ελαιώδης

λιπαρός, ελαιώδης

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oily"
crumbly

easily breaking into small pieces when pressed

αφρώδης, θρυμματισμένος

αφρώδης, θρυμματισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crumbly"
moist

containing a small amount of moisture

υγρός, αραιός

υγρός, αραιός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moist"
runny

having a thin and watery texture, often flowing freely on a surface

υγρός, νερουλός

υγρός, νερουλός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "runny"
creamy

having a smooth and soft texture

κρεμώδης, κρεμώδης υφή

κρεμώδης, κρεμώδης υφή

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "creamy"
fresh

(of food) recently harvested, caught, or made

φρέσκος, νέος

φρέσκος, νέος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fresh"
soft

gentle to the touch

μαλακός, ήπιος

μαλακός, ήπιος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soft"
smooth

having a surface that is even and free from roughness or irregularities

λεία, ομαλή

λεία, ομαλή

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smooth"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek