pattern

Βιβλίο Insight - Ενδιάμεσο - Ενότητα 5 - 5Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 - 5Δ στο βιβλίο μαθημάτων Insight Intermediate, όπως "υποχρεωτικό", "αποτρέπει", "περιοριστικό" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Intermediate
law

a country's rules that all of its citizens are required to obey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "law"
prohibited

not allowed or forbidden by law or rule

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prohibited"
fair

treating everyone equally and in a right or acceptable way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fair"
optional

available or possible to choose but not required or forced

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optional"
legal

authorized according to the law and official regulations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "legal"
obligatory

required or necessary as a result of a rule or law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obligatory"
restrictive

imposing limitations or boundaries that can hinder freedom or action

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "restrictive"
to limit

to not let something increase in amount or number

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to limit"
compulsory

forced to be done by law or authority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compulsory"
just

acting with fairness, ensuring what is morally right and reasonable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "just"
illegal

forbidden by the law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illegal"
voluntary

working without pay

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voluntary"
to allow

to let someone or something do a particular thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to allow"
order

a command or instruction given by someone in a position of authority

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "order"
to admit

to agree with the truth of something, particularly in an unwilling manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to admit"
right

a thing that someone is legally, officially, or morally allowed to do or have

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "right"
to sentence

to officially state the punishment of someone found guilty in a court of law

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sentence"
to approve

to officially agree to a plan, proposal, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to approve"
to rob

to take something from an organization, place, etc. without their consent, or with force

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rob"
to take account of something

to consider all the known facts and details before making a final decision

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] account of {sth}"
responsible

(of a person) having an obligation to do something or to take care of someone or something as part of one's job or role

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "responsible"
to blame

to say or feel that someone or something is responsible for a mistake or problem

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blame"
to punish

to cause someone suffering for breaking the law or having done something they should not have

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to punish"
to deter

to stop something from happening

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deter"
to prohibit

to formally forbid something from being done, particularly by law

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prohibit"
to release

to let someone leave a place in which they have been confined or stuck

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to release"
lottery

a game of chance where tickets with numbers or symbols are purchased, and a random selection of numbers or symbols determines the winners

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lottery"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek