pattern

Βιβλίο Insight - Ενδιάμεσο - Λεξιλογική Ενόραση 4

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από το Vocabulary Insight 4 στο βιβλίο μαθημάτων Insight Intermediate, όπως "μολύνω", "υπερφόρτωση", "καταστρέφω" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Intermediate
over

at a position above or higher than something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "over"
overhead

located or occurring above the level of the head

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overhead"
overexcited

extremely enthusiastic about something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overexcited"
overcrowded

(of a space or area) filled with too many people or things, causing discomfort or lack of space

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overcrowded"
overcoat

a long coat worn in cold weather to keep the body warm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overcoat"
transatlantic

spanning to both sides of the Atlantic Ocean, typically between Europe and North America

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transatlantic"
minibus

a small passenger-carrying vehicle that is larger than a typical car but smaller than a full-sized bus

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "minibus"
tricycle

a vehicle with three wheels that is typically ridden by children and has pedals and handlebars for steering

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tricycle"
foreground

the part of a scene, photograph, etc. that is closest to the observer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foreground"
bilingual

able to speak, understand, or use two languages fluently

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bilingual"
ex

the person one used to be married to or have a relationship with

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ex"
to contaminate

to make a place, substance, etc. dirty or harmful by adding dangerous material

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contaminate"
to devastate

to destroy something completely

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to devastate"
to die out

to completely disappear or cease to exist

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to die out"
to evacuate

to leave a place to be safe from a dangerous situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to evacuate"
to spread

to affect more people or a wider area

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spread"
to relocate

to move to a new place or position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to relocate"
national

relating to a particular nation or country, including its people, culture, government, and interests

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "national"
to build

to put together different materials such as brick to make a building, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to build"
to operate

to function in a specific way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to operate"
circle

a completely round, plain shape

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "circle"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek