pattern

Βιβλίο Insight - Ενδιάμεσο - Μονάδα 5 - 5Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 - 5Α στο βιβλίο μαθημάτων Insight Intermediate, όπως «ατυχία», «κατ' οίκον περιορισμός», «εκτελέστε» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Intermediate
theft

the illegal act of taking something from a place or person without permission

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "theft"
misfortune

a situation or event that causes bad luck or hardship for someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "misfortune"
dishonesty

the act of not telling the truth or deliberately misleading someone in order to gain an advantage or avoid punishment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dishonesty"
disagreement

an argument or a situation in which people have different opinions about something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disagreement"
misbehavior

behavior that is inappropriate or unacceptable according to social norms or rules

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "misbehavior"
disrespect

an action or speech that offends a person or thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disrespect"
mistreatment

the act of treating someone in a cruel, abusive, or unfair way, often causing physical or emotional harm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mistreatment"
disbelief

the state of not believing or accepting something as true or real

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disbelief"
council

a group of elected people who govern a city, town, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "council"
mentor

a reliable and experienced person who helps those with less experience

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mentor"
punishment

the act of making someone suffer because they have done something illegal or wrong

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "punishment"
armed

equipped with weapons or firearms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "armed"
robbery

the crime of stealing money or goods from someone or somewhere, especially by violence or threat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "robbery"
community service

unpaid work done either as a form of punishment by a criminal or as a voluntary service by a citizen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "community service"
death penalty

the punishment of killing a criminal, which is officially ordered by a court

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "death penalty"
gang

a group of criminals who work together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gang"
violence

a crime that is intentionally directed toward a person or thing to hurt, intimidate, or kill them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "violence"
house arrest

a type of sentence or punishment where a person is confined to their home instead of being in jail or prison

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "house arrest"
fraud

the act of cheating in order to make illegal money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fraud"
knife

a sharp blade with a handle that is used for cutting or as a weapon

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "knife"
life sentence

the punishment in which an individual is made to stay in jail for the rest of their life, typically for committing a serious crime

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "life sentence"
petty

having little significance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petty"
prison term

the length of time someone must spend in jail or prison as a punishment for breaking the law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prison term"
fine

an amount of money that must be paid as a legal punishment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fine"
traffic

the coming and going of cars, airplanes, people, etc. in an area at a particular time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traffic"
to execute

to kill someone, especially as a legal penalty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to execute"
jail

a place where criminals are put into by law as a form of punishment for their crimes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jail"
illegal

forbidden by the law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illegal"
gunpoint

the direction in which the gun is aimed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gunpoint"
to terrorize

to force someone to act or obey by instilling intense fear, often through threats or violence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to terrorize"
mugger

a person who attacks and robs people in a public place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mugger"
shoplifter

a person who secretly takes goods from a store without paying

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoplifter"
thief

someone who steals something from a person or place without using violence or threats

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thief"
vandal

someone who intentionally damages or destroys public or private property

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vandal"
offender

someone who has done an illegal act

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "offender"
crime

an unlawful act that is punishable by the legal system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crime"
offense

any type of behavior or expression that is disrespectful, hurtful, or unpleasant towards another person or group of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "offense"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek