pattern

Βιβλίο Insight - Ενδιάμεσο - Ενότητα 10 - 10Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Unit 10 - 10D στο μαθησιακό βιβλίο Insight Intermediate, όπως "recruit", "family-oriented", "venue" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Intermediate
little

below average in size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "little"
a few

a small unspecified number of people or things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "a few"
most

used to refer to the largest number or amount

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "most"
few

a small unspecified number of people or things

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "few"
many

used to indicate a large number of people or things

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "many"
each

used to refer to every one of two or more people or things, when you are thinking about them separately

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "each"
some

used to express an unspecified amount or number of something

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "some"
world-famous

widely known and recognized around the world

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "world-famous"
little-known

not widely or generally recognized

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "little-known"
feature-length

(of a movie) of standard duration as a typical movie, mostly between 75 and 210 minutes long

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feature-length"
family-oriented

(of a person) valuing the importance of family relationships and prioritizing family members

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "family-oriented"
open-air

(of an area or space) situated outside and is not covered or enclosed in any way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "open-air"
cutting-edge

having the latest and most advanced features or design

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cutting-edge"
thought-provoking

causing one to seriously think about a certain subject or to consider it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thought-provoking"
to attend

to be present at a meeting, event, conference, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attend"
to find

to search and discover something or someone that we have lost or do not know the location of

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to find"
to run

to move using our legs, faster than we usually walk, in a way that both feet are never on the ground at the same time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run"
to take place

to occur at a specific time or location

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] place"
venue

a location where an event or action takes place, such as a meeting or performance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "venue"
performance

the act of presenting something such as a play, piece of music, etc. for entertainment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "performance"
stall

the seats that are located near the stage in a theater

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stall"
appeal

a request for people to do something or act in a particular way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appeal"
to hold

to organize a specific event, such as a meeting, party, election, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hold"
to provide

to give someone what is needed or necessary

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to provide"
to recruit

to employ people for a company, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recruit"
catering

the business of providing food, beverages, and other related services for events or occasions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "catering"
to volunteer

to state or suggest something without being asked or told

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to volunteer"
audience

a group of people who have gathered to watch and listen to a play, concert, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "audience"
to appear

to become visible and noticeable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appear"
to headline

to be the star performer in a concert or performance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to headline"
to manage

to do something successfully, particularly something difficult

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to manage"
security

the state of being protected or having protection against any types of danger

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "security"
vantage point

a position or location that offers a good view of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vantage point"
festival

a period of time that is celebrated due to cultural or religious reasons

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "festival"
to arrange

to organize items in a specific order to make them more convenient, accessible, or understandable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to arrange"
occasion

the time at which a particular event happens

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "occasion"
to carry out

to complete or conduct a task, job, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carry out"
procedure

a particular set of actions conducted in a certain way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "procedure"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek