pattern

Βιβλίο Insight - Προχωρημένο - Μονάδα 2 - 2Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - 2Α στο βιβλίο μαθημάτων Insight Advanced, όπως "κατανοητό", "αξιοσημείωτο", "ζαλισμένο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Advanced
present

(of people) being somewhere particular

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "present"
understandable

easy to comprehend

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "understandable"
concerned

feeling worried or troubled about a particular situation or issue

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concerned"
remarkable

worth noticing, especially because of being unusual or extraordinary

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "remarkable"
proper

suitable or appropriate for the situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proper"
classic

considered to be one of the best or most important kind

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "classic"
distressing

causing feelings of discomfort, sadness, or anxiety

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distressing"
involved

actively participating or included in a particular activity, event, or situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "involved"
fascinating

extremely interesting or captivating

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fascinating"
visible

able to be seen with the eyes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "visible"
stolen

(of a person's posessession) taken without the owner's permission

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stolen"
deep

having a great distance from the surface to the bottom

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deep"
overwhelming

too intense or powerful to resist or manage effectively

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overwhelming"
imaginable

able to be imagined or believed to exist, within the bounds of possibility

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imaginable"
responsible

(of a person) having an obligation to do something or to take care of someone or something as part of one's job or role

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "responsible"
special

different or better than what is normal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "special"
vast

extremely great in extent, size, or area

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vast"
dazed

feeling confused and having trouble thinking or reacting correctly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dazed"
distraught

very upset and overwhelmed with strong emotions like sadness, worry, or despair

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distraught"
to stump

to puzzle or challenge someone, typically by presenting a question or problem that is difficult to answer or solve

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stump"
bewildered

experiencing confusion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bewildered"
flustered

feeling confused, bothered, or overwhelmed, resulting in a loss of calmness or clear thinking

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flustered"
disoriented

feeling confused and unsure about one's location, surroundings, or situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disoriented"
befuddled

being in a state of confusion or mental disorientation due to a lack of clarity or understanding

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "befuddled"
baffled

completely confused, puzzled or mystified by something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baffled"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek