pattern

Βιβλίο Insight - Προχωρημένο - Μονάδα 3 - 3C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - 3Γ στο βιβλίο μαθημάτων Insight Advanced, όπως "manipulate", "outstrip", "inflation" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Advanced
to boost

to increase or enhance the amount, level, or intensity of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to boost"
to set up

to establish a fresh entity, such as a company, system, or organization

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to set up"
to manipulate

to control or influence someone cleverly for personal gain or advantage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to manipulate"
to gain

to obtain something through one's own actions or hard work

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gain"
to outstrip

to posses or reach a higher level of skill, success, value, or quantity than another person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outstrip"
to launch

to start an organized activity or operation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to launch"
to conduct

to direct or participate in the management, organization, or execution of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conduct"
investigation

an attempt to gather the facts of a matter such as a crime, incident, etc. to find out the truth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "investigation"
profit

the sum of money that is gained after all expenses and taxes are paid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "profit"
loss

the state or process of losing a person or thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loss"
productivity

(economics) the measure of how much is produced per input or time, reflecting efficiency in creating goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "productivity"
to rival

to be equal to or compete closely with someone or something in terms of skill, ability, or performance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rival"
inflation

the ongoing increase in the general price level of goods and services in an economy over a period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inflation"
retail

the activity of selling goods or products directly to consumers, typically in small quantities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retail"
merchandise

goods offered for sale or the ones bought or sold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "merchandise"
line

an arrangement of workers and equipment in a factory, where products are assembled sequentially as they move along a conveyor belt

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "line"
loss leader

a product sold at a low price to attract customers and encourage sales of other profitable items.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loss leader"
outlet

a store or organization where the products of a particular company are sold at a lower price

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outlet"
second

products that have minor flaws or imperfections, typically sold at a reduced price

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "second"
pop-up

a window that appears suddenly on top of the current screen, often used to display advertising or notifications

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pop-up"
supplier

a person or company that provides goods or services to another business or individual

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supplier"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek