pattern

Βιβλίο Insight - Προχωρημένο - Λεξιλογική Ενόραση 3

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από το Vocabulary Insight 3 στο βιβλίο μαθημάτων Insight Advanced, όπως "ανάκτηση", "εμπορευματοποίηση", "δείκτης" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Advanced
to recover

to regain complete health after a period of sickness or injury

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recover"
to relax

to feel less worried or stressed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to relax"
to deny

to refuse to admit the truth or existence of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deny"
to gather

to bring people in one place for a specific purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gather"
lack

the absence or insufficiency of something, often implying a deficiency or shortage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lack"
to commercialize

to make something into a business or focus on making money from it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to commercialize"
to doom

to intentionally cause something or someone to fail or experience a negative outcome by creating specific conditions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to doom"
pipe dream

an impractical or impossible idea, plan, or wish

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pipe dream"
foraging

the act of searching or gathering food, resources, or provisions in the natural environment, typically done by animals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foraging"
self-sufficient

capable of providing everything that one needs, particularly food, without any help from others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-sufficient"
to trap

to capture an animal using an object called a trap

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trap"
ethos

the fundamental values and beliefs that influence and guide the behavior and attitudes of a person, group, or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ethos"
indicator

something that is used to measure a particular condition or value

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indicator"
to boost

to increase or enhance the amount, level, or intensity of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to boost"
to launch

to start an organized activity or operation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to launch"
to conduct

to direct or participate in the management, organization, or execution of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conduct"
to outstrip

to posses or reach a higher level of skill, success, value, or quantity than another person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outstrip"
stable

firm and able to stay in the same position or state

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stable"
sharp

in a manner that is abrupt or sudden

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sharp"
to dip

to briefly go down or lower in position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dip"
to soar

to increase rapidly to a high level

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to soar"
steady

regular and constant for a long period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "steady"
volatile

prone to unexpected and sudden changes, usually gets worse or dangerous

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "volatile"
significant

important or great enough to be noticed or have an impact

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "significant"
fluctuating

changing frequently and unpredictably

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fluctuating"
moderate

(of a person or ideology) not extreme or radical and considered reasonable by a majority of people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moderate"
gradual

occurring slowly and step-by-step over a long period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gradual"
to escalate

to become much worse or more intense

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to escalate"
to plummet

to decline in amount or value in a sudden and rapid way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plummet"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek