pattern

Βιβλίο Insight - Προχωρημένο - Λεξιλογική Ενόραση 5

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από το Vocabulary Insight 5 στο βιβλίο μαθημάτων Insight Advanced, όπως "απρόσιτο", "τοπίο", "επικράτεια" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Advanced
downward

moving or pointing towards a lower position, direction, or level

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "downward"
inaccessible

not able to be reached or entered, usually due to obstacles or restrictions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inaccessible"
wilderness

an area of land that has remained largely undisturbed by humans and their modern development

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wilderness"
landscape

a beautiful scene in the countryside that can be seen in one particular view

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "landscape"
to creep

to move slowly and quietly while staying close to the ground or other surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to creep"
to advance

to move towards a goal or desired outcome

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to advance"
to stride

to walk confidently and purposefully with long, decisive steps

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stride"
alternate

done or happening every other time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternate"
alternative

available as an option for something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternative"
compulsory

forced to be done by law or authority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compulsory"
compulsive

(of a behavior or action) driven by a strong inner urge or impulse, where the person feels compelled to do something even if they do not want to

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compulsive"
definitive

settling an issue authoritatively and leaving no room for further doubt or debate

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "definitive"
definite

expressed with clarity and precision, leaving no doubt as to the meaning or intention

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "definite"
economic

relating to the production, distribution, and management of wealth and resources within a society or country

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "economic"
economical

using resources wisely and efficiently and minimizing waste and unnecessary expenses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "economical"
historic

relating to a person or event that is a part of the past and is documented in historical records, often preserved for educational or cultural purposes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "historic"
historical

belonging to or significant in the past

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "historical"
notable

drawing or deserving attention or notice

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "notable"
noticeable

worthy of attention or recognition due to its distinct characteristics

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noticeable"
desert

a large, dry area of land with very few plants, typically one covered with sand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "desert"
territory

a geographic area belonging to or ruled by a government or authority

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "territory"
island

a piece of land surrounded by water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "island"
to chug

to produce a rhythmic and repetitive sound, often resembling the noise made by a train or an engine

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chug"
to hurtle

to move with speed and intensity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hurtle"
to prowl

to roam about without a specific purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prowl"
stroll

a relaxed walk taken for enjoyment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stroll"
to accelerate

to make a vehicle, machine or object move more quickly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accelerate"
to pull up

(of a vehicle) to come to a stop

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pull up"
uprising

a situation in which people join together to fight against those in power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uprising"
crackdown

a severe and often sudden enforcement of law or regulations, typically to suppress or control specific activities, behaviors, or groups perceived as problematic or threatening

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crackdown"
washout

a complete or disappointing failure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "washout"
downpour

a brief heavy rainfall

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "downpour"
outbreak

the unexpected start of something terrible, such as a disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outbreak"
setback

a problem that gets in the way of a process or makes it worse

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "setback"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek