pattern

Βιβλίο Insight - Προχωρημένο - Λεξιλογική Ενόραση 10

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από το Vocabulary Insight 10 στο βιβλίο μαθημάτων Insight Advanced, όπως "πολυγλωσσία", "εξωγήινος", "χρονολογικός" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Advanced
poly-

used to refer to multiple or various aspects or instances of a particular thing

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poly-"
polyclinic

a clinic or medical center that is not part of a hospital, where a wide variety of diseases and injuries are treated

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polyclinic"
polygon

(geometry) a flat shape consisting of three or more straight sides

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polygon"
polysyllabic

(of a word) having multiple syllables, or specifically, having more than two syllables

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polysyllabic"
polytheism

the belief in or worship of multiple gods or deities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polytheism"
polyglot

a person who can speak or understand multiple languages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polyglot"
extra-

used to indicate something additional or beyond the usual

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extra-"
extraterrestrial

an entity or being originating from or existing outside Earth, commonly associated with the concept of intelligent life on other planets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extraterrestrial"
inter-

used to indicate the relationship or interaction between two or more things or people

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inter-"
micro-

used to indicate something on a very small scale or at a microscopic level

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "micro-"
micro-organism

a tiny living thing, like bacteria or fungi, that can only be seen using a microscope

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "micro-organism"
macro-

used to refer to something that is large-scale

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "macro-"
macroeconomic

relating to the study or analysis of the overall economy, including aspects such as national income, inflation, employment, and economic growth

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "macroeconomic"
chrono-

used to indicate a relation to time or its order

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chrono-"
chronological

organized according to the order that the events occurred in

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chronological"
neo-

used to indicate something new, revived, or modern

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neo-"
nanotechnology

the study of working with incredibly tiny materials and devices to create new technologies and applications

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nanotechnology"
pan-

used to convey the idea of encompassing or involving a wide range of things or areas

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pan-"
pandemic

a disease that spreads across a large region or even across the world

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pandemic"
bi-

used to indicate the presence of two of something, or that something has two parts or aspects

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bi-"
bilateral

involving or relating to two sides or parties

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bilateral"
retro-

used to describe styles, trends, or designs that are inspired by earlier decades or cultural periods

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retro-"
retroactive

applied or taken effect from a past date or event

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retroactive"
psycholinguistic

relating to the study of how the mind processes language, combining psychology and linguistics

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "psycholinguistic"
biochemical

referring to processes or substances related to the chemical reactions that occur within living organisms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biochemical"
sociocultural

related to the social and cultural aspects of a society, emphasizing the influence of social factors, norms, and cultural practices on individuals and communities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sociocultural"
geopolitical

related to the influence and interactions of geographical factors on political decisions, relationships, and strategies among nations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "geopolitical"
microelectronic

pertaining to the design of small electronic components, circuits, and systems that enable the creation of compact and high-performing electronic devices

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "microelectronic"
ray

a straight line with one endpoint that extends infinitely in the other direction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ray"
sphere

(geometry) a round object that every point on its surface has the same distance from its center

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sphere"
spiral

(geometry) a curved shape or design that gradually winds around a center or axis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spiral"
lozenge

(geometry) a figure with four sides and two opposite angles more than 90° and two of less than 90°

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lozenge"
cone

(geometry) a three dimensional shape with a circular base that rises to a single point

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cone"
cube

a figure, either hollow or solid, with six equal square sides

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cube"
crescent

a curved shape with narrow points at the ends that appears wider in the middle, like the shape of the moon in its first and last quarters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crescent"
radius

the length of a straight line drawn from the center of a circle to any point on its outer boundary

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radius"
arc

(geometry) a part of a circle, which is curved

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arc"
ellipse

(geometry) a closed plane curve that has two focal points

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ellipse"
tangent

(mathematics) the ratio of the opposite to the adjacent side of a triangle that has one angle of 90°

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tangent"
cylinder

(geometry) a solid or hollow shape with two circular bases at each end and straight parallel sides

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cylinder"
green light

approval to begin a project

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "green light"
blue-collar

relating to jobs or workers who engage in manual labor or skilled trades

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blue-collar"
white-collar

relating to jobs or workers who perform professional, managerial, or administrative tasks, typically in office settings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white-collar"
in the red

in debt due to spending more than one's earnings

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "(in|into) the red"
golden years

a period of time in which someone no longer works due to old age

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "golden years"
gray area

a situation that is hard to define or categorize and therefore unclear

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gray area"
out of the blue

occurring without prior warning

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "out of the blue"
red tape

official procedures or rules that are unnecessary and time-consuming

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "red tape"
white flag

a universal symbol of surrender or truce, used to indicate the intention to cease fighting or negotiate peace

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white flag"
purple patch

a period marked by good luck or success

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "purple patch"
with flying colours

with great distinction or excellence

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "with flying colours"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek