pattern

Βιβλίο Insight - Προχωρημένο - Μονάδα 5 - 5C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 - 5Γ στο βιβλίο μαθημάτων Insight Advanced, όπως "υποχρεωτικό", "ιστορικό", "εναλλακτικό" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Advanced
definite

expressed with clarity and precision, leaving no doubt as to the meaning or intention

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "definite"
definitive

settling an issue authoritatively and leaving no room for further doubt or debate

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "definitive"
compulsive

(of a behavior or action) driven by a strong inner urge or impulse, where the person feels compelled to do something even if they do not want to

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compulsive"
compulsory

forced to be done by law or authority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compulsory"
historic

relating to a person or event that is a part of the past and is documented in historical records, often preserved for educational or cultural purposes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "historic"
historical

belonging to or significant in the past

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "historical"
notable

drawing or deserving attention or notice

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "notable"
noticeable

worthy of attention or recognition due to its distinct characteristics

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noticeable"
alternate

done or happening every other time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternate"
alternative

available as an option for something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternative"
technical

relating to the practical application of scientific principles in a specific field

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "technical"
technological

relating to practical applications of scientific knowledge and engineering principles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "technological"
economic

relating to the production, distribution, and management of wealth and resources within a society or country

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "economic"
economical

using resources wisely and efficiently and minimizing waste and unnecessary expenses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "economical"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek