pattern

Βιβλίο Total English - Στοιχειώδης - Ενότητα 7 - Μάθημα 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - Μάθημα 2 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Elementary, όπως "όμορφος", "ντροπαλός", "προσωπικότητα" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Elementary
host

a person who invites guests to a social event and ensures they have a pleasant experience while there

οικοδεσπότης, φιλοξενών

οικοδεσπότης, φιλοξενών

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "host"
handsome

(of a man) having an attractive face and body

γόης, όμορφος

γόης, όμορφος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handsome"
tanned

(of skin) having a dark shade because of direct exposure to sunlight

μαυρισμένο, μαυρισμένος

μαυρισμένο, μαυρισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tanned"
friendly

kind and nice toward other people

φιλικός, ευγενικός

φιλικός, ευγενικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friendly"
middle-aged

(of a person) approximately between 45 to 65 years old, typically indicating a stage of life between young adulthood and old age

μεσήλικας, μέσης ηλικίας

μεσήλικας, μέσης ηλικίας

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "middle-aged"
pretty

visually pleasing in a charming way

όμορφος, γοητευτικός

όμορφος, γοητευτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pretty"
dark

(of hair, skin, or eyes) characterized by a deep brown color that can range from light to very dark shades

σκούρος, καφέ

σκούρος, καφέ

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dark"
short

(of a person) having a height that is less than what is thought to be the average height

κοντός, χαμηλός

κοντός, χαμηλός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short"
tall

(of a person) having a height that is greater than what is thought to be the average height

ψηλός, υψηλός

ψηλός, υψηλός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tall"
shy

nervous and uncomfortable around other people

ντροπαλός, διστακτικός

ντροπαλός, διστακτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shy"
young

still in the earlier stages of life

νεαρός, νέος

νεαρός, νέος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "young"
slim

thin in an attractive way

λεπτός, κομψός

λεπτός, κομψός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slim"
pale

(of a person's skin) having less color than usual, caused by fear, illness, etc.

χλωμός, ωχρός

χλωμός, ωχρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pale"
fair

(of skin or hair) very light in color

ανοιχτός, ξανθός

ανοιχτός, ξανθός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fair"
confident

having a strong belief in one's abilities or qualities

σίγουρος, επιδεικτικός

σίγουρος, επιδεικτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confident"
horrible

(of a person) behaving in an unkind, unfriendly, or ruthless

ανατριχιαστικός, φρικτός

ανατριχιαστικός, φρικτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horrible"
unattractive

not pleasing to the eye

άσχημος, μη ελκυστικός

άσχημος, μη ελκυστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unattractive"
appearance

the way that someone or something looks

εμφάνιση, όψη

εμφάνιση, όψη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appearance"
personality

all the qualities that shape a person's character and make them different from others

προσωπικότητα, χαρακτήρας

προσωπικότητα, χαρακτήρας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personality"
unfriendly

not kind or nice toward other people

ακατάλληλος, αντισυμβατικός

ακατάλληλος, αντισυμβατικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfriendly"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek