pattern

Βιβλίο Total English - Στοιχειώδης - Ενότητα 6 - Μάθημα 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - Μάθημα 3 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Elementary, όπως "culture", "when", "tradition" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Elementary
citizen

someone whose right of belonging to a particular state is legally recognized either because they are born there or are naturalized

πολίτης, κατοίκος

πολίτης, κατοίκος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "citizen"
culture

the general beliefs, customs, and lifestyles of a specific society

κουλτούρα, πολιτισμός

κουλτούρα, πολιτισμός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "culture"
foreign

related or belonging to a country or region other than your own

ξένος, ενωμένος

ξένος, ενωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foreign"
immigrant

someone who comes to live in a foreign country

μετανάστης, ξενιτεμένος

μετανάστης, ξενιτεμένος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immigrant"
tradition

an established way of thinking or doing something among a specific group of people

παράδοση, παράδοση τηρείται

παράδοση, παράδοση τηρείται

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tradition"
worker

someone who does manual work, particularly a heavy and exhausting one to earn money

εργάτης, εργάτιδα

εργάτης, εργάτιδα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worker"
pizzeria

a restaurant where mainly pizza is served

πιτσαρία, πιτσαρία εστιατόριο

πιτσαρία, πιτσαρία εστιατόριο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pizzeria"
in

used before a specific period of time to show when or at what time something happens or how long it takes for it to happen

σε, μέσα σε

σε, μέσα σε

Google Translate
[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in"
when

used to refer to a specific situation or time

όταν, όποτε

όταν, όποτε

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "when"
century

a period of one hundred years

αιώνας, κοσμώνας

αιώνας, κοσμώνας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "century"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek