pattern

Βιβλίο Total English - Στοιχειώδης - Ενότητα 7 - Αναφορά

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - Αναφορά στο βιβλίο μαθημάτων Total English Elementary, όπως "confident", "appearance", "bald" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Elementary
appearance

the way that someone or something looks

εμφάνιση, όψη

εμφάνιση, όψη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appearance"
body

our or an animal's hands, legs, head, and every other part together

σώμα, κλεισμένος χώρος

σώμα, κλεισμένος χώρος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "body"
short

(of a person) having a height that is less than what is thought to be the average height

κοντός, χαμηλός

κοντός, χαμηλός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short"
slim

thin in an attractive way

λεπτός, κομψός

λεπτός, κομψός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slim"
tall

(of a person) having a height that is greater than what is thought to be the average height

ψηλός, υψηλός

ψηλός, υψηλός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tall"
skin

the thin layer of tissue that covers the body of a person or an animal

δέρμα, επιδερμίδα

δέρμα, επιδερμίδα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skin"
dark

(of hair, skin, or eyes) characterized by a deep brown color that can range from light to very dark shades

σκούρος, καφέ

σκούρος, καφέ

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dark"
fair

(of skin or hair) very light in color

ανοιχτός, ξανθός

ανοιχτός, ξανθός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fair"
pale

(of a person's skin) having less color than usual, caused by fear, illness, etc.

χλωμός, ωχρός

χλωμός, ωχρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pale"
tanned

(of skin) having a dark shade because of direct exposure to sunlight

μαυρισμένο, μαυρισμένος

μαυρισμένο, μαυρισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tanned"
bald

having little or no hair on the head

καραφλός, ξηρος

καραφλός, ξηρος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bald"
middle-aged

(of a person) approximately between 45 to 65 years old, typically indicating a stage of life between young adulthood and old age

μεσήλικας, μέσης ηλικίας

μεσήλικας, μέσης ηλικίας

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "middle-aged"
old

living in the later stages of life

παλιός, γηραιός

παλιός, γηραιός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "old"
young

still in the earlier stages of life

νεαρός, νέος

νεαρός, νέος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "young"
opinion

your feelings or thoughts about a particular subject, rather than a fact

γνώμη, άποψη

γνώμη, άποψη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opinion"
attractive

having features or characteristics that are pleasing

ελκυστικός, γουστός

ελκυστικός, γουστός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attractive"
handsome

(of a man) having an attractive face and body

γόης, όμορφος

γόης, όμορφος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handsome"
pretty

visually pleasing in a charming way

όμορφος, γοητευτικός

όμορφος, γοητευτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pretty"
beard

the hair that grow on the chin and sides of a man’s face

γένι, μουσί

γένι, μουσί

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beard"
glasses

a pair of lenses set in a frame that rests on the nose and ears, which we wear to see more clearly

γυαλιά, οπτικά

γυαλιά, οπτικά

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glasses"
personality

all the qualities that shape a person's character and make them different from others

προσωπικότητα, χαρακτήρας

προσωπικότητα, χαρακτήρας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personality"
confident

having a strong belief in one's abilities or qualities

σίγουρος, επιδεικτικός

σίγουρος, επιδεικτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confident"
friendly

kind and nice toward other people

φιλικός, ευγενικός

φιλικός, ευγενικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friendly"
horrible

(of a person) behaving in an unkind, unfriendly, or ruthless

ανατριχιαστικός, φρικτός

ανατριχιαστικός, φρικτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horrible"
lovely

delightful, enjoyable, or pleasurable in experience or quality

ωραίος, ευχάριστος

ωραίος, ευχάριστος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lovely"
nice

providing pleasure and enjoyment

ευχάριστος, αξιαγάπητος

ευχάριστος, αξιαγάπητος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nice"
shy

nervous and uncomfortable around other people

ντροπαλός, διστακτικός

ντροπαλός, διστακτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shy"
unfriendly

not kind or nice toward other people

ακατάλληλος, αντισυμβατικός

ακατάλληλος, αντισυμβατικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfriendly"
month

each of the twelve named divisions of the year, like January, February, etc.

μήνας, μήνα

μήνας, μήνα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "month"
January

the first month of the year, after December and before February

Ιανουάριος, Γενάρης

Ιανουάριος, Γενάρης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "January"
February

the second month of the year, after January and before March

Φεβρουάριος, Φεβρ.

Φεβρουάριος, Φεβρ.

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "February"
March

the third month of the year, after February and before April

Μάρτιος, Μάρτιος μήνας

Μάρτιος, Μάρτιος μήνας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "March"
April

the fourth month of the year, after March and before May

Απρίλιος, Απρίλη

Απρίλιος, Απρίλη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "April"
May

the fifth month of the year, after April and before June

Μάιος, Μάι

Μάιος, Μάι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "May"
June

the sixth month of the year, after May and before July

Ιούνιος, Ιούνιος μήνας

Ιούνιος, Ιούνιος μήνας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "June"
July

the seventh month of the year, after June and before August

Ιούλιος, 7ος μήνας

Ιούλιος, 7ος μήνας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "July"
August

the eighth month of the year, after July and before September

Αύγουστος, Αυγούστου

Αύγουστος, Αυγούστου

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "August"
September

the ninth month of the year, after August and before October

Σεπτέμβριος, Σεπτέμβρης

Σεπτέμβριος, Σεπτέμβρης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "September"
October

the tenth month of the year, after September and before November

Οκτώβριος, Οκτώ

Οκτώβριος, Οκτώ

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "October"
November

the 11th month of the year, after October and before December

Νοέμβριος, Νοεμβρίος

Νοέμβριος, Νοεμβρίος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "November"
December

the 12th and last month of the year, after November and before January

Δεκέμβριος, Δεκέμβρης

Δεκέμβριος, Δεκέμβρης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "December"
first

(of a person) coming or acting before any other person

πρώτος, α΄

πρώτος, α΄

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "first"
second

coming or happening just after the first person or thing

δεύτερος, δεύτερη

δεύτερος, δεύτερη

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "second"
third

coming or happening right after the second person or thing

τρίτος, τρίτη

τρίτος, τρίτη

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "third"
fourth

coming or happening just after the third person or thing

τέταρτος, τέταρτη

τέταρτος, τέταρτη

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fourth"
fifth

coming or happening just after the fourth person or thing

πέμπτος, πέντεος

πέμπτος, πέντεος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fifth"
gray

having a color between white and black, like most koalas or dolphins

γκρι, γκρίζος

γκρι, γκρίζος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gray"
mustache

hair that grows or left to grow above the upper lip

μουστάκι, μουστάκι (άντρα)

μουστάκι, μουστάκι (άντρα)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mustache"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek