pattern

Βιβλίο Face2face - Ενδιάμεσο - Ενότητα 12 - 12C - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 12 - 12Γ - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Intermediate, όπως "δημιουργία", "απασχόληση", "προβλέψιμο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2face - Intermediate
to create

to bring something into existence or make something happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to create"
creation

the act of bringing something into existence that did not exist before, such as a work of art, an invention, or an idea

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "creation"
creative

making use of imagination or innovation in bringing something into existence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "creative"
to pollute

to damage the environment by releasing harmful chemicals or substances to the air, water, or land

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pollute"
pollution

a change in water, air, etc. that makes it harmful or dangerous

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pollution"
polluted

containing harmful or dirty substances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polluted"
to employ

to give work to someone and pay them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to employ"
employment

a paid job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "employment"
employed

having a job or being currently working for someone or a company

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "employed"
to embarrass

to make a person feel ashamed, uneasy, or nervous, especially in front of other people

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to embarrass"
embarrassing

causing a person to feel ashamed or uneasy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "embarrassing"
embarrassment

a feeling of distress, shyness, or guilt as a result of an uncomfortable situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "embarrassment"
embarrassed

feeling ashamed and uncomfortable because of something that happened or was said

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "embarrassed"
to depend

to be based on or related with different things that are possible

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to depend"
dependent

unable to survive, succeed, or stay healthy without someone or something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dependent"
dependence

the condition of needing someone or something for support, aid, or survival

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dependence"
dependable

able to be relied on to do what is needed or asked of

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dependable"
harm

any physical injury to the body, especially one inflicted deliberately that is caused by a person or an event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "harm"
harmful

causing damage or negative effects to someone or something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "harmful"
to harm

to physically hurt someone or damage something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to harm"
harmless

causing no danger or damage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "harmless"
to predict

to say that something is going to happen before it actually takes place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to predict"
prediction

the act of saying what one thinks is going to happen in the future or what the outcome of something will be

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prediction"
predictable

easily anticipated or expected to happen based on past experiences or knowledge

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "predictable"
to confuse

to misunderstand or mistake a thing as something else or a person for someone else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to confuse"
confusion

a state of disorder in which people panic and do not know what to do

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confusion"
confused

feeling uncertain or not confident about something because it is not clear or easy to understand

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confused"
confusing

not clear or easily understood

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confusing"
to reserve

to set something aside and keep it for future use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reserve"
reserved

reluctant to share feelings or problems

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reserved"
reservation

the act of arranging something, such as a seat or a hotel room to be kept for you to use later at a particular time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reservation"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek