pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 5 - Μάθημα 7

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 5
invaluable

extremely valuable and essential, to the point that the true worth of something is immeasurable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "invaluable"
formidable

commanding great respect or fear due to having exceptional strength, excellence, or capabilities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "formidable"
permissible

allowed or acceptable according to established rules or standards

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "permissible"
eligible

possessing the right to do or have something because of having the required qualifications

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eligible"
pliable

well adapting to new and different conditions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pliable"
foible

an unusual characteristic or mannerism that is peculiar or silly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foible"
curable

(of an illness or disease) capable of being successfully healed through medical treatment or therapy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curable"
feasible

having the potential of being done successfully

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feasible"
fungible

capable of being changed or replaced with something of the same kind

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fungible"
pleasurable

giving satisfaction and enjoyment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pleasurable"
legible

(of a piece of writing) capable of being read or easily understood

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "legible"
comestible

able to be eaten as food

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comestible"
suggestible

easily influenced or open to suggestion and reccomendation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suggestible"
to quibble

to argue over unimportant things or to complain about them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to quibble"
to ramble

to continue speaking or writing in a lengthy, unfocused, or wandering manner without a clear or organized structure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ramble"
to garble

to mix up, distort, or confuse information, typically in a way that makes it difficult to understand or use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to garble"
to dabble

to engage in water-related activities in a playful or casual manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dabble"
to addle

to become spoiled and rotten

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to addle"
to befuddle

to confuse someone so they can no longer think clearly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to befuddle"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek