pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 8 και Άνω) - Αθλητισμός

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τον αθλητισμό που είναι απαραίτητες για τις εξετάσεις General Training IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (8)
curling

a winter game where players slide round flat stones across the ice in order to hit a certain mark

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curling"
CrossFit

a high-intensity fitness program that combines various exercises like weightlifting, cardio, and gymnastics

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "CrossFit"
parachuting

the activity of jumping down from a flying plane with a parachute

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parachuting"
lacrosse

a game played on a field with two teams, each consisting of ten players using long-handled sticks with a net to throw, carry, and catch the ball

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lacrosse"
floorball

a team sport played indoors with plastic sticks and a lightweight ball, resembling indoor hockey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "floorball"
tetherball

an outdoor game played with a tall pole and a ball attached to a rope, where players hit the ball in opposite directions to wrap the rope around the pole in their favor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tetherball"
seed

a strong and highly ranked player in a sports tournamnet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seed"
wild card

a team or player that gains a tournament or playoff spot without meeting regular qualification criteria

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wild card"
decathlon

a competition consisting of ten different sports that takes place over two days

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decathlon"
titlist

a person who holds a title or championship in a particular activity or sport

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "titlist"
contender

a person or team trying to win something in a contest, especially one with a strong chance of winning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contender"
rookie

a person in their first year of professional competition or activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rookie"
playoff

the final match to determine the winning team or player when they have the same score

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "playoff"
grandstand finish

an exciting or dramatic conclusion to a sporting event, often with a close or unexpected outcome

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grandstand finish"
most valuable player

the palyer that is judged to be the most significant or useful in the team

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "most valuable player"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek