pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 8 και Άνω) - House

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το House που είναι απαραίτητες για τις εξετάσεις General Training IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (8)
bungalow

a one-story construction without stairs, usually with a low roof

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bungalow"
chalet

a wooden house with a steep sloping roof, often found in mountainous areas in Switzerland

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chalet"
parlour

a sitting room in a house reserved especially for entertaining guests

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parlour"
sublease

the act of renting a property to a tenant by someone who is a tenant himself

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sublease"
abode

a place where someone lives

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abode"
conservatory

a room with a roof and walls made of glass, often affixed to one side of a building, used for relaxing or growing plants in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conservatory"
freehold

the legal right to own a property such as a piece of land or a building for an unlimited time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "freehold"
condominium

a building or a group of buildings in which individual units are owned privately, while common areas and facilities such as hallways, elevators, etc. are owned and managed by all residents

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "condominium"
tenement

a large building consisting of several apartments, particularly in a poor neighborhood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tenement"
deed

a legal document that a person signs, particularly one proving the fact that they own a property

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deed"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek