Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 8 και Άνω) - Οικονομικά και Νόμισμα
Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τα Οικονομικά και το Νόμισμα που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.
Ανασκόπηση
Κάρτες
Ορθογραφία
Κουίζ
an agreement between business rivals to not sell products at a lower price
καθορισμός τιμών
the money that is demanded by the court to be paid to an ex-spouse or ex-partner
επίδομα διατροφής
a loan guarantee that may be taken away if the loan is not repaid
εγγύηση
the funds that are set aside for unforeseen expenses that may arise in the future
χρήματα που προορίζονται για απροσδόκητα θέματα
a single, large payment made in full, instead of smaller payments made over time
πληρωμή που γίνεται αμέσως
the regular costs required for maintaining a business or an organization
έξοδα διαχείρισης της επιχείρησης
an extra amount of money added to an existing sum so that it reaches the required total
επιπλέον κόστος
a rapid trend of increase in prices that eventually leads to a collapse
ραγδαία αύξηση της τιμής
the amount of unpaid debt that a company expects to receive from its customers or another company
απαιτήσεις
the initial amount of money needed to start a business or project
χρήματα που απαιτούνται για την έναρξη μιας επιχείρησης
an amount of money charged by a restaurant for drinking a wine that was bought from somewhere else by the customer
χρεώνει εστιατόριο για κάθε μπουκάλι κρασί που αγοράζεται από κάπου αλλού
an additional amount of money given to someone for their services
φιλοδώρημα
a financial instituion that offers loans or interest for the money invested there
οικοδόμηση της κοινωνίας
an automatic machine that allows people to withdraw money or do other banking operation using a debit card
Α.Τ.Μ
a financial institution that oversees exchanging cheques and other financial transactions
χρηματοπιστωτικό ίδρυμα
a predominantly european system that allows different institutions within a country to electronically transfer money
σύστημα μεταφοράς χρημάτων
the maximum amount of loan that a customer is allowed to receive
πίστωση τραπεζική
the total accumulated savings set aside for retirement
αποταμιεύσεις που συσσωρεύτηκαν για τη συνταξιοδότηση
a regular payment from one parent to financially support the child after a divorce
υποστήριξη παιδιών (μετά το διαζύγιο)
subsidies, incentives, or benefits given by the government to big or growing businesses and corporations
κρατική οικονομική βοήθεια για μεγάλες εταιρείες
the act of reducing or limiting something in order to reach financial stability
μείωση του κόστους