pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 8 και Άνω) - Κοινωνία και Κοινωνικές Εκδηλώσεις

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την κοινωνία και τις κοινωνικές εκδηλώσεις που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (8)
rat race

a draining and stressful lifestyle that consists of constantly competing with others for success, wealth, power, etc. and so leaving no room for rest and pleasure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rat race"
anomie

a state of having no moral or social principles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anomie"
caste

a system that divides the people of a society into different social classes based on their wealth, privilage, or profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caste"
sorority

a social club for female students in a university or college, especially in the US and Canada

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sorority"
ally

someone who helps or supports someone else in certain activities or against someone else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ally"
civics

the study of the rights and responsibilities of citizens in society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "civics"
denizen

a resident in a particular place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "denizen"
global village

‌the whole world considered as a small place because of being closely connected by modern communication systems

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "global village"
grass roots

the ordinary people with a common interest who form the foundation of a movement, organization, or political party

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grass roots"
intersectionality

a concept that recognizes how different forms of discrimination and oppression, such as race, gender, and class, interact with each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intersectionality"
othering

the act of defining and labeling individuals or groups as different from oneself or the dominant social group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "othering"
polity

a political organization of a group of people with a shared identity that is part of a larger political system itself

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polity"
senior citizen

an old person, especially someone who is retired

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "senior citizen"
commoner

a person that does not belong to the upper class of the society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commoner"
inferior

a person with a lower position than someone else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inferior"
vigil

the act of staying awake at night for religious purposes or to protest against something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vigil"
panel

a group of people with special skills or knowledge who have been brought together to discuss, give advice, or make a decision about an issue

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "panel"
fundraiser

a social event held with the intention of raising money for a charity or political party

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fundraiser"
gala

a splendid public celebration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gala"
soiree

an elegant gathering or party that is usually held in the evening

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soiree"
public spirit

a sense of community concern and willingness to contribute to the public good

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "public spirit"
social capital

the collective value of social networks and the inclinations that arise from these networks to do things for each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "social capital"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek