pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 8 και Άνω) - Transportation

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το Transportation που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (8)
stopover

a short break or stay in a journey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stopover"
funicular

a type of railway powered by cables that goes up and down a slope

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "funicular"
carshare

a service where people can rent cars for short periods, often by the hour

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carshare"
concourse

a large open space or hallway within a building, often used for gatherings or as a central area in transportation hubs like airports or train stations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concourse"
apron

a vast paved area in an airport where aircrafts are parked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apron"
rear end

the back portion or tail section of a vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rear end"
provisional license

a temporary driving license allowing learners to practice driving before obtaining a full license

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "provisional license"
bakkie

a pickup truck or utility vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bakkie"
compact car

an automobile that is smaller than a full-sized car, making it easier to drive and park in tight spaces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compact car"
automatic number plate recognition

a technology that uses optical character recognition to read vehicle license plates

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "automatic number plate recognition"
four-wheel drive

a car or truck that can use all four wheels to drive, making it better for rough roads and bad weather

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "four-wheel drive"
tailgate

the rear door of a car, truck, or van that can be opened downwards when loading or unloading goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tailgate"
to veer

to abruptly turn to a different direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to veer"
to reroute

to change the originally planned path or direction of something, especially in transportation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reroute"
to hot-wire

to start a car's engine without the key by using the wires attached to it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hot-wire"
to ram

to crash violently into an obstacle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ram"
to stall

to cause a car's engine to stop working

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stall"
to moor

to secure a boat by means of cables or anchors in a particular place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to moor"
to coast

to move effortlessly, often downhill, without using power

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to coast"
to gun

to run an engine of a vehicle very quickly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gun"
to idle

to run an engine slowly without being engaged in any work or gear

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to idle"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek