pattern

Ρήματα που Αναφέρονται στον Φυσικό και Κοινωνικό Τρόπο Ζωής - Ρήματα για τον κύκλο της ζωής

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στον κύκλο της ζωής, όπως «γέννηση», «ώριμο» και «πεθάνει».

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Physical and Social Lifestyle
to conceive

to become pregnant

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conceive"
to reproduce

(of a living being) to produce offspring or more of itself

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reproduce"
to procreate

to produce offspring sexually, typically involving the union of male and female reproductive cells

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to procreate"
to birth

to deliver an offspring

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to birth"
to breastfeed

to feed an infant or young child directly from the mother's breast, providing essential nutrition through breast milk

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to breastfeed"
to wean

to gradually reduce or stop a baby's dependency on breastfeeding or bottle-feeding, introducing them to other foods and drinks

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wean"
to grow up

to change from being a child into an adult little by little

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow up"
to grow out of

(of children) to become too big to fit into one's old clothes or belongings

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow out of"
to mature

to develop mentally, physically, and emotionally

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mature"
to age

to get older

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to age"
to die

to no longer be alive

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to die"
to perish

to lose one's life, often terribly or suddenly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to perish"
to pass on

to no longer be alive

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pass on"
to pass away

to no longer be alive

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pass away"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek