pattern

Ρήματα που Αναφέρονται στον Φυσικό και Κοινωνικό Τρόπο Ζωής - Ρήματα για χαλάρωση

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στη χαλάρωση όπως "rest", "unwind" και "nestle".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Physical and Social Lifestyle
to relax

to feel less worried or stressed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to relax"
to rest

to stop working, moving, or doing an activity for a period of time and sit or lie down to relax

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rest"
to bask

to lie or rest in a pleasant warmth, such as sunlight

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bask"
to nestle

to position oneself comfortably and cozily

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nestle"
to lounge

to relax in a comfortable way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lounge"
to chill out

to relax and take a break especially when feeling stressed or upset

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chill out"
to unwind

to relax and stop worrying after being under stress

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to unwind"
to decompress

to relax and release tension, especially after a period of stress or pressure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decompress"
to loosen up

to let go of tension and anxiety

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to loosen up"
to laze

to relax and enjoy oneself in a leisurely way, often by lying around and doing nothing productive

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to laze"
to idle

to be at rest or not actively doing anything

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to idle"
to sit back

to relax and make oneself comfortable in a sitting position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sit back"
to kick back

to unwind and relax, often by engaging in leisure activities or resting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to kick back"
to loll

to relax lazily

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to loll"
to perch

to find a place to rest or settle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to perch"
to repose

to relax the body and mind through inactivity or rest

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to repose"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek