pattern

Ρήματα που Αναφέρονται στον Φυσικό και Κοινωνικό Τρόπο Ζωής - Ρήματα για ακούσιες ενέργειες

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται σε ακούσιες ενέργειες όπως «αναπνέω», «γκάζω» και «ιδρώνω».

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Physical and Social Lifestyle
to breathe

to take air into one's lungs and let it out again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to breathe"
to inhale

to take air or substances into the lungs by breathing in

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to inhale"
to exhale

to breathe air or smoke out through the mouth or nose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exhale"
to respire

to breathe in and out, taking in oxygen and expelling carbon dioxide from the lungs

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to respire"
to suspire

to draw air into and expel it from the lungs

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suspire"
to puff

to breathe in short, quick gasps with effort or exertion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to puff"
to gasp

to breathe in sharply with an open mouth, often in response to surprise, pain, or intense emotions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gasp"
to pant

to breathe quickly and loudly, often due to excitement, exertion, or energetic activity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pant"
to yawn

to unexpectedly open one's mouth wide and deeply breathe in because of being bored or tired

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to yawn"
to hiccup

to make a sudden, involuntary sound caused by a spasm of the diaphragm, often as a result of eating or drinking too quickly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hiccup"
to burp

to release air from the stomach through the mouth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burp"
to belch

to expel gas audibly from the stomach through the mouth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to belch"
to digest

to break down food in the body and to absorb its nutrients and necessary substances

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to digest"
to metabolize

to break down substances like food or drugs to produce energy or support various bodily functions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to metabolize"
to blush

to become red in the face, especially as a result of shyness or shame

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blush"
to redden

to become red, often in response to emotions like embarrassment, shame, or surprise

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to redden"
to flush

to experience a reddening of the skin, typically in the face, due to emotions like embarrassment, excitement, or strong reactions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flush"
to crimson

to become red in the face, especially as a result of embarrassment or shame

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crimson"
to sweat

to produce small drops of liquid on the surface of one's skin

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sweat"
to perspire

to produce small drops of liquid on the surface of the skin, often as a result of physical exertion, anxiety, or heat

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to perspire"
to blink

to open and close the eyes quickly and for a brief moment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blink"
to pee

to release liquid waste from the body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pee"
to piss

to expel urine from the body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to piss"
to urinate

to release liquid waste from the body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to urinate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek