pattern

Επιρρήματα Τρόπου Σχετικά με Πράγματα - Επιρρήματα ταχύτητας

Αυτά τα επιρρήματα υποδεικνύουν την ταχύτητα με την οποία συμβαίνει ή γίνεται κάτι και περιλαμβάνουν επιρρήματα όπως "αργά", "γρήγορα", "βιαστικά" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized Adverbs of Manner Referring to Things
slowly

at a pace that is not fast

σιγά σιγά, αργά

σιγά σιγά, αργά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slowly"
slow

at a speed that is not fast

αργά, σιγά

αργά, σιγά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slow"
sluggishly

with little energy, speed, or enthusiasm

αργά, βαριεστημένα

αργά, βαριεστημένα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sluggishly"
quick

in a manner that is fast and takes little time

γρήγορα, ταχέως

γρήγορα, ταχέως

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quick"
quickly

with a lot of speed

γρήγορα, ταχύτατα

γρήγορα, ταχύτατα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quickly"
fast

having a high speed when doing something, especially moving

γρήγορος, ταχύς

γρήγορος, ταχύς

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fast"
swiftly

in a quick or immediate way

ταχέως, εντός της τάξεως

ταχέως, εντός της τάξεως

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swiftly"
speedily

with a high degree of speed

ταχέως, γρήγορα

ταχέως, γρήγορα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "speedily"
suddenly

in a way that is quick and unexpected

ξαφνικά, απροσδόκητα

ξαφνικά, απροσδόκητα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suddenly"
hastily

in a quick and rushed manner, often done with little time for careful consideration

βιαστικά, ταχέως

βιαστικά, ταχέως

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hastily"
hurriedly

in a rushed or quick manner

βιαστικά, κατά βία

βιαστικά, κατά βία

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hurriedly"
rapidly

in a way that is very quick and often unexpected

ταχύτατα, γρήγορα

ταχύτατα, γρήγορα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rapidly"
briskly

in a quick and energetic manner

ζωηρά, σβ fast

ζωηρά, σβ fast

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "briskly"
expeditiously

in a quick and efficient manner

ταχύτατα, αποτελεσματικά

ταχύτατα, αποτελεσματικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expeditiously"
by the minute

with changes or occurrences happening continuously and rapidly

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "by the minute"
fleetly

in a quick and graceful manner

ταχύτατα, γρήγορα κι ευγενικά

ταχύτατα, γρήγορα κι ευγενικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fleetly"
hotfoot

with quick and urgent movement

με γρήγορη κίνηση, κατά προτεραιότητα

με γρήγορη κίνηση, κατά προτεραιότητα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hotfoot"
post-haste

with speed and urgency

ταχέως, εσπευσμένα

ταχέως, εσπευσμένα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "post-haste"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek