pattern

Επιρρήματα Τρόπου Σχετικά με Πράγματα - Επιρρήματα Εμπιστευτικότητας

Αυτά τα επιρρήματα περιγράφουν εάν μια πληροφορία είναι διαθέσιμη στο κοινό ή διατηρείται μυστική, όπως "κρυφά", "κρυφά", "δημόσια" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized Adverbs of Manner Referring to Things
secretly

in a manner that is kept hidden from others

μυστικά, κρυφά

μυστικά, κρυφά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "secretly"
in secret

in a manner that is away from public view or knowledge

κρυφά, μυστικά

κρυφά, μυστικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in secret"
confidentially

in a manner that maintains trust and protect sensitive details

εμπιστευτικά, κατά μυστικό τρόπο

εμπιστευτικά, κατά μυστικό τρόπο

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confidentially"
surreptitiously

in a secretive manner to avoid drawing attention

στα μυστικά, κρυφά

στα μυστικά, κρυφά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surreptitiously"
anonymously

without revealing one's identity or name

ανώνυμα, χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά της

ανώνυμα, χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά της

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anonymously"
furtively

in a secretive, sly, or sneaky manner

κρυφά, σιωπηλά

κρυφά, σιωπηλά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "furtively"
clandestinely

with an intention to avoid detection or attention

κρυφά, μυστικά

κρυφά, μυστικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clandestinely"
covertly

with the intention of keeping actions, plans, or operations secret

κρυφά, υποχθόνια

κρυφά, υποχθόνια

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "covertly"
in private

in a manner that is not open to the public or others

καταγνώριση, ιδιωτικά

καταγνώριση, ιδιωτικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in private"
privately

in a secret way involving only a particular person or group and no others

ιδιωτικά, μυστικά

ιδιωτικά, μυστικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "privately"
discreetly

with the intention of avoiding notice or preserving privacy

διακριτικά, με διακριτικότητα

διακριτικά, με διακριτικότητα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discreetly"
sneakily

in a way that is secretive and sly

με μυστικότητα, πονηρά

με μυστικότητα, πονηρά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sneakily"
stealthily

in a quiet, careful, and deliberate manner intended to avoid detection or observation

σιωπηλά, κρυφά

σιωπηλά, κρυφά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stealthily"
overtly

in a way that is visible or easily noticed

φανατικά, ανοιχτά

φανατικά, ανοιχτά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overtly"
publicly

in a way that is visible or accessible to the general public

δημόσια, δημοσίως

δημόσια, δημοσίως

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "publicly"
openly

in a way that is honest or direct

ανοιχτά, δημόσια

ανοιχτά, δημόσια

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "openly"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek