pattern

Επιρρήματα Τρόπου Σχετικά με Πράγματα - Επιρρήματα χρονικού τρόπου

Αυτά τα επιρρήματα περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο κάτι συμβαίνει ή γίνεται σε σχέση με τις χρονικές του πτυχές, όπως "συνεχώς", "μόνιμα", "ασταμάτητα" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized Adverbs of Manner Referring to Things
simultaneously

at exactly the same time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "simultaneously"
at the same time

in a manner where two or more things happen together

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at the same time"
synchronously

at the same time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "synchronously"
asynchronously

in a way that does not occur at the same time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asynchronously"
retrospectively

considering things from a past point of view

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retrospectively"
temporarily

for a limited period of time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "temporarily"
permanently

in a way that lasts or remains unchanged for a very long time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "permanently"
concurrently

at the same time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concurrently"
concomitantly

at the same time or alongside something else

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concomitantly"
incessantly

without stopping or pausing

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incessantly"
nonstop

without pausing or taking a break

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nonstop"
ceaselessly

without an end or pause

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ceaselessly"
perpetually

without interruption or end

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perpetually"
constantly

in a way that continues without any pause

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "constantly"
persistently

with determination and continuous effort, refusing to give up despite challenges or difficulties

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "persistently"
perennially

continuously or regularly happening over a long time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perennially"
chronically

in a way that develops slowly and persists over a long duration

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chronically"
continually

in a way that continues without stopping or interruption

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "continually"
continuously

without any pause or interruption

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "continuously"
relentlessly

with determination and without stopping, often in a harsh or unwavering manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relentlessly"
right along

without interruptions or delays

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "right along"
intermittently

at irregular intervals, with breaks or pauses in between

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intermittently"
transiently

for only a short time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transiently"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek