pattern

Επιρρήματα Τρόπου Σχετικά με Πράγματα - Επιρρήματα Τρόπου Αλλαγής

Πρόκειται για μια κατηγορία επιρρημάτων τρόπου που περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο κάτι αλλάζει ή τροποποιείται, όπως "ολοένα και περισσότερο", "σταθερά", "σταδιακά" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized Adverbs of Manner Referring to Things
negatively

in a manner that is bad or causes harm

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "negatively"
adversely

in a way that has a negative or harmful effect

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adversely"
increasingly

in a manner that is gradually growing in degree, extent, or frequency over time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "increasingly"
growingly

in a manner that is increasing overtime

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "growingly"
incrementally

with small changes or additions happening gradually over time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incrementally"
dynamically

with constant change, activity, or energy, often adapting to evolving situations

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dynamically"
steadily

in a gradual and even way

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "steadily"
statically

in a way that remains fixed or unchanging

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "statically"
sustainably

in a manner that maintains a particular state or condition over time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sustainably"
progressively

in a manner that advances or develops gradually over time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "progressively"
gradually

in small amounts over a long period of time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gradually"
retroactively

in a way that something takes effect from a date earlier than its official approval or implementation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retroactively"
uncontrollably

in a way that cannot be managed or restrained

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncontrollably"
differentially

in a way that varies or differs, often based on specific characteristics or conditions

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "differentially"
cumulatively

in a way that increases gradually through successive additions, accumulating over time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cumulatively"
comprehensively

in a thorough manner that covers all aspects or elements

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comprehensively"
exhaustively

in a thorough and complete manner that covers every detail or aspect

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exhaustively"
systemically

in a manner that involves or affects an entire system

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "systemically"
in stages

in a way that something progresses through different steps or phases, each building upon the previous

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in stages"
adaptively

in a way that adjusts or changes according to the circumstances or needs of the situation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adaptively"
refreshingly

in a way that makes one feel less tired or more energetic

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refreshingly"
evolutionarily

with a gradual and steady development and change over an extended period

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evolutionarily"
step by step

regarding the method of progressing gradually by taking one small action or stage at a time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "step by step"
interchangeably

in a way that allows things to be switched or used in the same way without making a significant difference

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interchangeably"
flexibly

in a way that can adjust or change easily to different situations

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flexibly"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek