pattern

Επιρρήματα Τρόπου Σχετικά με Πράγματα - Επιρρήματα της σύμπτωσης

Αυτά τα επιρρήματα δείχνουν αν κάτι συνέβη ή έγινε με προετοιμασία ή τυχαία και περιλαμβάνουν επιρρήματα όπως "τυχαία", "τυχαία", "αυθόρμητα" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized Adverbs of Manner Referring to Things
accidentally

by chance and without planning in advance

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accidentally"
randomly

by chance and without a specific pattern, order, or purpose

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "randomly"
coincidentally

in a manner that happens by chance or accident

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coincidentally"
arbitrarily

without a specific reason, pattern, or method, often based on personal preference or chance

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arbitrarily"
at random

without a specific order, plan, or pattern

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at random"
by chance

without deliberate intention

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "by chance"
fortuitously

by chance or luck, often resulting in a positive outcome

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fortuitously"
serendipitously

in a way that is unexpected and fortunate

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "serendipitously"
unpredictably

in a way that cannot be anticipated or foreseen

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unpredictably"
unexpectedly

in a way that is not anticipated or foreseen

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unexpectedly"
spontaneously

in an unplanned or impulsive manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spontaneously"
indiscriminately

in a random or uncontrolled manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indiscriminately"
impromptu

without prior planning or preparation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impromptu"
counterintuitively

against common sense or what one would expect based on intuition

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "counterintuitively"
predictably

in a way that can be anticipated or expected with a high degree of certainty

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "predictably"
unsurprisingly

in a way that is not surprising or unexpected

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unsurprisingly"
prospectively

with regard to future possibilities or actions

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prospectively"
extempore

without prior preparation or practice

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extempore"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek