pattern

Επιρρήματα Αποτελέσματος και Άποψης - Επιρρήματα Εύρους

Αυτά τα επιρρήματα δείχνουν πόσο κοντά ή πόσο απέχει κάτι από ένα επιδιωκόμενο ή καθορισμένο αποτέλεσμα ή σημείο, συμπεριλαμβανομένων επιρρημάτων όπως "σχεδόν", "σχεδόν", "ακριβώς" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized Adverbs of Result and Viewpoint
almost

used to say that something is nearly the case but not completely

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "almost"
nearly

to a degree that is close to being complete

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nearly"
virtually

to an almost complete degree

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "virtually"
just about

to a very close amount or situation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "just about"
practically

to an almost complete degree

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "practically"
pretty much

in a way that is nearly true, accurate, complete, or accomplished

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pretty much"
at least

in a manner that conveys the minimum amount or number needed

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at least"
at most

used to indicate the highest possible amount, quantity, or degree

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at most"
in full

in a way that contains all that is wanted, needed, or is possible, without any omissions

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in full"
enough

to a degree or extent that is sufficient or necessary

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enough"
adequately

to a degree that is enough or satisfactory for a particular purpose

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adequately"
inadequately

to a degree that is not sufficient or satisfactory for a specific purpose

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inadequately"
exactly

used to indicate that something is completely accurate or correct

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exactly"
precisely

in an exact way, often emphasizing correctness or clarity

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "precisely"
approximately

used to say that something such as a number or amount is not exact

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "approximately"
endlessly

without an end or limit

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "endlessly"
wholly

to a full or complete degree

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wholly"
wide

used to indicate a significant distance or range, often between points or objects

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wide"
widely

to a large extent or degree

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "widely"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek