pattern

Επιρρήματα Αποτελέσματος και Άποψης - Επιρρήματα Βάσης και Γενικότητας

Αυτά τα επιρρήματα χρησιμοποιούνται για να δείξουν τη βάση ενός ισχυρισμού ή γνώμης ή το εύρος της εφαρμογής του, όπως "βασικά", "εγγενώς", "γενικά" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized Adverbs of Result and Viewpoint
basically

in a simple or fundamental manner, without concern for less important details

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "basically"
essentially

used to emphasize the nature or most important aspects of a person or thing

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "essentially"
in essence

in a manner that emphasizes the most important aspects or qualities of something

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in essence"
fundamentally

in a manner that refers to the essential aspects of something

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fundamentally"
foundationally

in a manner that relates to the basic and essential principles or elements of something

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foundationally"
literally

in a manner that expresses what is really intended, without exaggeration

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "literally"
naturally

in a manner that is consistent with the characteristics or inherent tendencies of something

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "naturally"
by nature

in a manner that refers to the inherent characteristic of a person, thing, or situation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "by nature"
primarily

with a focus on the main aspects of a thing, situation, or person

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "primarily"
inherently

in a manner that refers to the natural and essential characteristics of a person, thing, or situation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inherently"
intrinsically

used to express the natural and essential part of a person, thing, or situation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intrinsically"
per se

used to describe something as it is, without comparing it to other things

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "per se"
innately

in a way that is natural or present from birth

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "innately"
particularly

in a manner that emphasizes a specific aspect or detail

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "particularly"
unnecessarily

without a valid reason or purpose

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unnecessarily"
needlessly

without necessity or a valid reason

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "needlessly"
specifically

only for one certain type of person or thing

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "specifically"
generally

in a way that is true in most cases

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generally"
in general

in a manner that applies to the majority of situations, things, or people without specific details or exceptions

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in general"
generically

in a broad way, lacking unique characteristics or specific details

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generically"
broadly

in a general way, without regard to specific details

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broadly"
overall

with everyone or everything included

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overall"
at large

in a general manner, without specific limitations

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at large"
popularly

in a way that is widely favored or recognized by a large number of people

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "popularly"
alternatively

as a second choice or another possibility

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternatively"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek