pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 8 και Άνω) - Ευεξία

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το Wellness που είναι απαραίτητες για τις εξετάσεις General Training IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (8)
(as) fit as a fiddle

used to refer to someone who is very healthy and in good physical condition

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "(as|) fit as a fiddle"
peppy

having a lively and cheerful energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peppy"
spry

energetic and agile, especially in older age

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spry"
chipper

cheerful, lively, and in good spirits

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chipper"
valetudinarian

a person who is excessively concerned about their health and often believes they are ill

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "valetudinarian"
anemic

relating to a health condition where a person has a lower than normal number of red blood cells, causing fatigue and weakness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anemic"
ailing

suffering from an illness or injury

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ailing"
sallow

yellowish, sickly, or lacking in healthy color

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sallow"
to prostrate

to completely overwhelm or weaken someone physically, mentally or emotionally, making them unable to function normally

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prostrate"
spent

feeling or appearing completely exhausted

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spent"
pallid

abnormally pale, lacking in color, and often associated with illness, shock, or a lack of vitality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pallid"
languorous

characterized by a lack of energy, listlessness, or a dreamy, relaxed feeling

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "languorous"
to wither

to decline, weaken, or deteriorate, often in terms of strength, vitality, or overall condition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wither"
enervated

weakened and depleted of strength or vitality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enervated"
ghastly

looking pale due to being sick or in poor health

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ghastly"
restorative

able to promote or restore one's health or strength

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "restorative"
revitalizing

having the ability to restore vitality or freshness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "revitalizing"
stricken

deeply affected, overwhelmed, or afflicted by a strong emotion, illness, or adversity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stricken"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek