pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 8 και Άνω) - Μοναδικότητα

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το Uniqueness που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (8)
novel

new and unlike anything else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "novel"
unrivaled

surpassing all others in quality, excellence, or achievement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unrivaled"
groundbreaking

referring to something that is original and pioneering in its field, often setting a new standard for others to follow

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "groundbreaking"
unaccustomed

not familiar or used to a particular situation, environment, or activity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unaccustomed"
unwonted

uncommon or not customary

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unwonted"
quirky

characterized by peculiar or unconventional traits, often in an endearing or charming way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quirky"
anomalous

not consistent with what is considered to be expected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anomalous"
offbeat

unconventional or unusual, often in an interesting way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "offbeat"
deviant

departing from established customs, norms, or expectations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deviant"
outre

strikingly unusual in a way that goes beyond the usual bounds of taste or style

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outre"
nonconformist

not adhering to established traditions or norms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nonconformist"
unorthodox

not in accordance with established traditions or conventional practices

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unorthodox"
outlandish

unconventional or strange in a way that is striking or shocking

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outlandish"
run-of-the-mill

very average, without any notable qualities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "run-of-the-mill"
humdrum

lacking excitement or variety

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "humdrum"
prevailing

existing or occurring commonly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prevailing"
garden-variety

very common or typical

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "garden-variety"
few and far between

happening infrequently

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "few and far between"
uncanny

beyond what is ordinary, expected, and indicating the inference of supernatural powers

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncanny"
established

widely acknowledged as valid, effective, or customary

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "established"
mainstream

widely accepted, practiced, or popular among the general public

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mainstream"
unbecoming

not appropriate or attractive, often in a way that goes against accepted standards or social norms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unbecoming"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek