pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 8 και Άνω) - Συμμετοχή σε λεκτική επικοινωνία

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το Engaging in Verbal Communication που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (8)
to confabulate

to have a casual and light conversation without sharing a lot of information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to confabulate"
to prattle

to talk a lot about unimportant things and in a way that may seem foolish

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prattle"
to parley

to discuss the terms of an agreement with an opposing side, usually an enemy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to parley"
to palaver

to aimlessly talk a lot

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to palaver"
to babble

to make random, meaningless sounds

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to babble"
to prate

to talk at length in a foolish or inconsequential way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prate"
to jaw

to talk at length in a tedious or annoying way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to jaw"
to natter

to have a casual conversation, often involving gossip

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to natter"
to blab

to talk excessively or thoughtlessly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blab"
to tattle

to reveal someone's wrongdoing or misbehavior to others

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tattle"
to yap

to talk excessively or continuously, often in a way that is annoying to others

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to yap"
to yak

to talk persistently, often in a tedious or annoying manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to yak"
to gab

to chat casually for an extended period, often in a lively manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gab"
to rant

to speak loudly, expressing strong opinions or complaints

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rant"
to orate

to speak formally and at length, especially in a public setting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to orate"
to spout

to speak or express opinions in a lengthy, fervent, or pompous manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spout"
to falter

to speak hesitantly or with uncertainty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to falter"
to bawl

to shout loudly and emotionally, often expressing distress, anger, or frustration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bawl"
to rave

to talk rapidly and incoherently, making it hard for others to understand what is being said

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rave"
to scoff

to express contempt or derision by mocking, ridiculing, and laughing at someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scoff"
to banter

to engage in light, playful, and teasing conversation or exchange of remarks

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to banter"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek