pattern

Εκπαίδευση - Χρονικά και Δομές

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με χρονοδιαγράμματα και δομές όπως "πρόγραμμα", "εξάμηνο" και "έτος κενού".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Education
schedule

a plan or timetable outlining the sequence of events or activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "schedule"
period

each part into which a day is divided at a school, university, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "period"
school day

any day in which students are expected to appear at school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "school day"
semester

each of the two periods into which a year at schools or universities is divided

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "semester"
session

a scheduled period of teaching, instruction, or learning activities conducted within a defined timeframe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "session"
term

one of the three periods in the academic year during which multiple classes are held in schools, universities, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "term"
term time

the period during which regular academic sessions or terms are conducted in schools or educational institutions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "term time"
gap year

a break from formal education or employment, usually lasting a year, to pursue personal interests, travel, or other experiences

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gap year"
academic year

the period of the year during which schools and universities hold classes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "academic year"
study hall

a specific time during the school day when students have the opportunity to work on homework or study independently under supervision

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "study hall"
playtime

a duration of time at school when children are free to exit their classroom and spend their time playing outside

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "playtime"
recess

a scheduled break between lessons or classes in a school; allowing students to engage in relaxing activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recess"
vacation

a span of time which we do not work or go to school, and spend traveling or resting instead, particularly in a different city, country, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacation"
free period

a part of a school day in which there is no class

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "free period"
break

a period of time during the school day when students are not in class, often used for relaxation, refreshment, or other activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "break"
extension

an educational option provided by universities and colleges for people who are not able to study full time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extension"
half-term

a break in the school calendar, typically lasting for one week, occurring midway through a term or semester

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "half-term"
sabbatical

a paid leave from work, often taken every seven years, for study or personal growth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sabbatical"
exeat

a formal permission to be absent, especially from a school or other institution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exeat"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek