pattern

Εκπαίδευση - Προσωπικό και Προσωπικό

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το προσωπικό και το προσωπικό, όπως «δάσκαλος», «full profesor» και «proctor».

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Education
teacher

someone who teaches things to people, particularly in a school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "teacher"
instructor

a person who teaches a practical skill or sport to someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "instructor"
educator

someone whose job is to teach people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "educator"
tutor

a teacher who gives lessons privately to one student or a small group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tutor"
preceptor

a teacher or instructor, especially one who provides guidance, supervision, and mentorship to students or trainees in a specialized field

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preceptor"
coach

a person who provides personalized guidance or training in a specific area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coach"
teacher trainer

an educator who provides training and professional development to other teachers to improve their skills and practices

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "teacher trainer"
reader

an academic with a position ranking below professor, often responsible for teaching and research

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reader"
professor

a faculty member at a college or university who has not yet attained job security or is at the rank below full professor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "professor"
full professor

a professor who has the highest rank in a university

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "full professor"
lecturer

someone who gives a lecture or speech, particularly at universities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lecturer"
lector

a university lecturer, typically in European universities, with responsibilities ranging from teaching to research

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lector"
academic

a member of the university faculty engaged in teaching or research

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "academic"
proctor

an official, typically in an academic setting, responsible for supervising exams, maintaining order, and enforcing rules

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proctor"
invigilator

an official who supervises exams to ensure they are conducted fairly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "invigilator"
grader

a person responsible for evaluating and assigning grades to students' work, assessments, or exams

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grader"
paraprofessional

a trained assistant who supports professionals, often in educational or healthcare settings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paraprofessional"
crossing guard

a person who assists pedestrians, especially children, in safely crossing roads or intersections

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crossing guard"
guidance counselor

someone who is responsible for advising students about educational and personal decisions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guidance counselor"
deputy

an individual appointed to assist and act on behalf of a higher-ranking official or leader when they are absent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deputy"
chair

the position that a university professor has

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chair"
don

a senior university teacher or professor, particularly associated with Oxford and Cambridge

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "don"
chancellor

chief executive officer of a university or college, responsible for overall administration and strategic leadership

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chancellor"
president

the highest-ranking administrative officer of a university or college

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "president"
dean

the head of a faculty or a department of studies in a university

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dean"
registrar

an administrative officer in a college or university responsible for maintaining student records

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "registrar"
provost

the chief academic officer of a college or university

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "provost"
principal

a teacher who is the head of a school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "principal"
head

the person who has the most power and control in a school or college

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "head"
vice chancellor

the deputy or assistant to a chancellor, often serving as the second-highest executive official in a British university or institution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vice chancellor"
vice-principal

a school administrator who assists the principal in overseeing the day-to-day operations of the school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vice-principal"
visiting

temporarily teaching or conducting research at an institution

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "visiting"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek