pattern

Εκπαίδευση - Εκπαιδευτική Πειθαρχία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την εκπαιδευτική πειθαρχία όπως "demerit", "detention" και "counseling".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Education
expulsion

the act of expelling or forcing someone to leave a particular place, especially a school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expulsion"
dropout

someone who leaves school or college before finishing their studies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dropout"
suspension

the action of officially not allowing someone to go to school, work, or participate in something for a specific length of time, particularly to punish them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suspension"
probation

(law) a specific supervised period of time outside prison granted to a criminal, given they do not break a law during this period

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "probation"
counseling

a process of providing guidance, support, and advice to someone facing personal, emotional, or psychological challenges

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "counseling"
corporal punishment

the physical punishment of people, especially of children or convicts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corporal punishment"
demerit

a point against someone for a fault or wrongdoing, often used in educational or disciplinary contexts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "demerit"
detention

a type of punishment for students who have done something wrong and as a result, they cannot go home at the same time as others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detention"
telling-off

***to speak angrily to someone because they have done something wrong

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "telling-off"
taunt

an insulting or mocking remark or action intended to provoke someone or elicit a reaction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "taunt"
bully

a person who likes to threaten, scare, or hurt others, particularly people who are weaker

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bully"
truant

a student who does not have permission for not attending school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "truant"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek