pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B1 - Άνθρωποι και Στάδια της Ζωής

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τους ανθρώπους και τα στάδια της ζωής, όπως «ενηλικίωση», «νήπιο», «παιδική ηλικία» κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Β1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B1 Vocabulary
adulthood

the period of being an adult, characterized by physical and psychological maturity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adulthood"
adolescence

a period in one's life between puberty and adulthood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adolescence"
adolescent

a young person who is in the process of becoming an adult

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adolescent"
infant

a very young child, typically from birth to around one year old

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infant"
infancy

the period or state of very early childhood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infancy"
childhood

the period or time of being a child, characterized by significant physical and emotional growth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "childhood"
boyhood

the period of a male's life before he reaches adulthood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boyhood"
girlhood

the period of a female individual's life before she reaches adulthood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "girlhood"
old age

the later stage of life during which a person is considered old

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "old age"
retirement

the period during someone's life when they stop working often due to reaching a certain age

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retirement"
to age

to get older

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to age"
elderly

advanced in age

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elderly"
parental

related to parents or the role of parenting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parental"
born

brought to this world through birth

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "born"
middle age

the time or period of one's life when they are not young anymore and are not old yet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "middle age"
midlife

the period during which a person is not old enough but is not young either

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "midlife"
maturity

the state and quality of being mentally and behaviorally rational and sensible

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maturity"
newborn

an infant very recently born

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "newborn"
toddler

a young child who is starting to learn how to walk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toddler"
teen

someone between the ages of 13 and 19

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "teen"
preteen

a child who is between the ages of 9 and 12

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preteen"
youth

the period of one's life between childhood and adulthood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "youth"
senior

a person who is advanced in age, particularly one who qualifies for discounts, services, etc. provided for elderly people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "senior"
junior

intended for or related to young people, particularly in sports

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "junior"
grownup

(used by children or when talking to them) an adult who is fully matured and responsible

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grownup"
senior

related to individuals who are considered elderly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "senior"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek