pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Επικοινωνία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την επικοινωνία, όπως «browse», «directory», «helpline» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
communication

the process or activity of exchanging information or expressing feelings, thoughts, or ideas by speaking, writing, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "communication"
attachment

a file or document that is sent along with an email

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attachment"
to bookmark

to store the address of a file, website, etc. for faster and easier access

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bookmark"
to browse

to check a web page, text, etc. without reading all the content

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to browse"
browser

a computer program that enables the user to read or look at information on the Internet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "browser"
broadband

a system of Internet connection that allows users to share information simultaneously

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broadband"
cellular

related to a telephone system that uses radio stations for communication

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cellular"
service provider

a company that provides its customers with internet access and related services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "service provider"
conference call

a phone call in which three or more people can hear and speak with one another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conference call"
to cut off

to end a phone call while the other person is still on the line

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut off"
Internet cafe

a place with computers where people can pay to access Internet and often buy something to eat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Internet cafe"
directory

(computing) an area on a computer containing files that are necessary for keeping the computer organized

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "directory"
engaged

(of phone lines) being in use

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "engaged"
to dial

to enter a telephone number using a rotary or keypad on a telephone or mobile device in order to make a call

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dial"
to follow

to subscribe to a person or organization's account on a social media platform to check everything that they post or publish

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to follow"
hate mail

offensive and often threatening letters or emails usually sent under no name

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hate mail"
spam

unwanted or irrelevant online advertisements sent to many people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spam"
helpline

a phone service that provides advice, comfort, or information regarding specific problems

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helpline"
to hold

to wait on the phone line until the other person answers it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hold"
influencer

someone who encourages other people to purchase a product or service by talking about it on social media

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "influencer"
YouTuber

someone who is active on YouTube by creating content for it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "YouTuber"
podcaster

someone who posts a series of digital media files available for download over the Internet on a regular basis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "podcaster"
to block

to prevent someone from contacting or viewing one's activities on social media

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to block"
thread

a sequence of linked messages on social media, email, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thread"
surfing

the activity of spending a lot of time online navigating through different websites

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surfing"
to forward

to send an email, letter, etc. that one has received to another person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to forward"
home page

the opening page of a website that introduces it and links the user to other pages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "home page"
inbox

a folder in which received emails or text messages are stored

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inbox"
to tweet

to post or send something on Twitter

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tweet"
bandwidth

the maximum rate of data transfer of an electronic communication system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bandwidth"
interpreter

someone who verbally changes the words of a language into another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interpreter"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek